Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Μεταναστεύσεις στο Ελλαδικό χώρο στην σύγχρονη εποχή

Το τέλος του μεσαίωνα βρίσκει τον Ελληνισμό καθημαγμένο και  διαιρεμένο κάτω από διαφορετικούς επικυρίαρχους. Οι Οθωμανοί έχουν αλώσει την Πόλη (1453) και την Τραπεζούντα (1461) και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία είναι πλέον παρελθόν. Αρκετοί  Έλληνες της Πόλης και των άλλων μεγάλων πόλεων, κυρίως οι πλούσιοι αριστοκράτες και οι διανοούμενοι, μεταναστεύουν στην Ιταλία, την Αυστρία και την Ρωσία, δημιουργώντας ελληνικές κοινότητες που σταδιακά θα γίνουν οικονομικά εύρωστες και θα μεταφέρουν στην Δύση, τον Ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Αντίθετα, τα φτωχότερα στρώματα των Ελλήνων θα παραμείνουν στις εστίες τους και θα προσπαθήσουν να προσαρμοσθούν στην Οθωμανική κατοχή. 

Στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, αρκετοί Έλληνες ενδίδουν στον εξισλαμισμό προσδοκώντας μία καλύτερη ζωή. Στις περιοχές αυτές οι εξισλαμισμοί τροφοδοτούν με νέο αίμα το μουσουλμανικό στοιχείο, μειώνοντας τους ελληνικούς πληθυσμούς καθώς οι εξισλαμισμένοι εντάσσονται στην ομάδα των κατακτητών, αλλοιώνοντας τα φυλετικά χαρακτηριστικά τους, τα οποία από μογγολικά μετατρέπονται σε ευρωπαϊκά. Κάποιοι από τους απόγονους των Ελλήνων και των εξελληνισμένων μικρασιατικών λαών που κατά την Βυζαντινή περίοδο έγιναν χριστιανοί Ρωμαίοι, μετατρέπονται τώρα σε Οθωμανούς μουσουλμάνους. Αντίθετα, στα παράλια της Μικράς Ασίας και του Πόντου, οι  ελληνικοί πληθυσμοί διατηρούν σε μεγαλύτερο βαθμό την ταυτότητα τους καθ’ όλη την διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας. Σε αυτό συνέβαλε η συμπαγής παρουσία των Ελλήνων στα αστικά κέντρα των παραλίων της Μ.Ασίας, όπου διαχρονικά κυριαρχούσαν στην οικονομική και κοινωνική ζωή. Στην Μέση Ανατολή και την Βόρειο Αφρική, οι εναπομείναντες Έλληνες - κυρίως έμποροι και επιστήμονες - που κατάφεραν να διατηρήσουν την ταυτότητα τους κατά την περίοδο της αραβικής κυριαρχίας, βιώνουν έναν δεύτερο κύκλο μουσουλμανικής κατοχής, χωρίς όμως την υποστήριξη που είχαν έως τώρα από την μητρόπολη τους. Στις ενετοκρατούμενες περιοχές (Κρήτη, Κυκλάδες, Ιόνια νησιά, Δωδεκάνησα) οι ελληνικοί πληθυσμοί διατηρούνται αναλλοίωτοι καθώς οι μετακινήσεις Ενετών στις κυριαρχούμενες περιοχές είναι περιορισμένες. Αντίθετα, στην ιταλική χερσόνησο, ο κυρίαρχος Ελληνισμός του νότου, σταδιακά αλλοιώνεται και εκλατινίζεται κάτω από διαδοχικούς κατακτητές.

Στην Βαλκανική χερσόνησο, οι Οθωμανοί κυριαρχούν σε ένα πλήθος χριστιανικών λαών, κυρίως σλαβικής προέλευσης (Σέρβοι, Βούλγαροι, Κροάτες κλπ), οι οποίοι αντιμετωπίζονται μαζί με τους Έλληνες ως «ραγιάδες» και εντάσσονται όλοι μαζί στο χριστιανικό μιλλέτ. Η πολιτική αυτή βοήθησε στην διατήρηση της αυτοτέλειας των χριστιανών στο οθωμανικό κράτος και λειτούργησε σαν συνέχεια του ομογενοποιημένου χριστιανού ρωμαίου πολίτη της Βυζαντινής περιόδου. Στο νότιο τμήμα της Βαλκανικής χερσονήσου, οι Έλληνες παρέμειναν η κυρίαρχη φυλετική ομάδα, παρόλη την μετανάστευση Σλάβων και Αλβανών, καθώς κατάφεραν να αφομοιώσουν σε μεγάλο βαθμό τους νέους κατοίκους. Οι σλαβικοί πληθυσμοί που εισέβαλαν (6ος – 8ος αιώνας) και παρέμειναν στον ελλαδικό χώρο (όχι περισσότεροι από 300.000) είχαν εξελληνισθεί στο μεγαλύτερο μέρος τους έως τον 10ο αιώνα, αφήνοντας ως ανάμνηση κάποια σλαβικά τοπωνύμια κυρίως στα ορεινά της Πελοποννήσου και της Ηπείρου. Αντίστοιχα, οι αλβανικοί πληθυσμοί που μετακινήθηκαν στον ελλαδικό χώρο (14ος – 15ος αιώνας) δεν ξεπερνούσαν τα 100.000 άτομα και εγκαταστάθηκαν κυρίως στην Πελοπόννησο (30.000 άτομα) στην Εύβοια και στην Αττική.

Παρόλα αυτά, οι συνεχείς πόλεμοι, οι επιδημίες και οι εξισλαμισμοί της πρώτης τουρκικής διείσδυσης (Σελτζούκοι, 12ος -13ος αιώνας) μείωσαν σημαντικά τους κραταιούς ελληνικούς πληθυσμούς, κυρίως στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας και στις Βόρειες περιοχές των Βαλκανίων. Μετά την εδραίωση της οθωμανικής κυριαρχίας (μέσα του 15ου αιώνα) οι ελληνόφωνοι (Έλληνες και εξελληνισμένοι) δεν ξεπερνούσαν τα 6-7 εκατ., όταν τον 6ο αιώνα εκτιμάται ότι προσέγγιζαν τα 15 εκατ. Η μείωση αυτή θα συνεχισθεί καθ' όλη την διάρκεια της οθωμανικής κατοχής καθώς θα συνεχισθούν οι εξισλαμισμοί, η φυγή στην Δύση και οι θάνατοι από επιδημίες και κακουχίες.

Η οικονομική κατάσταση των Ελλήνων, όπως και όλων των κατεκτημένων μη μουσουλμανικών λαών, επιδεινώθηκε σημαντικά κατά την οθωμανική περίοδο. Η ιδιοκτησία της γης περνάει στον σουλτάνο και μοιράζεται από αυτόν σε Οθωμανούς ευγενείς και αξιωματούχους (τιμαριακό σύστημα) χωρίς κληρονομικό δικαίωμα (δεν μπορεί να μεταβιβασθεί ή πουληθεί) και επιστρέφει στον σουλτάνο μετά τον θάνατο τους. Το τιμάριο στην ουσία αντιπροσωπεύει την πρόσοδο του τιμαριούχου από την φορολογία των μικροκαλλιεργητών που περιλαμβάνονται σε αυτό, με αντάλλαγμα την υποχρέωση του να τηρεί την τάξη στο τιμάριο του και να συμμετέχει στις εκστρατείες με δικά του έξοδα. Οι μικροκαλλιεργητές (συνήθως υπόδουλοι χριστιανοί) συνεχίζουν να διατηρούν την ιδιοκτησία της γης τους, η οποία όμως περιορίζεται σε έκταση (όσο μπορεί να οργώσει σε μια μέρα ένα ζεύγος βοδιών) και αποδίδουν στον τιμαριούχο, φόρο και «αγγαρεία» (δωρεάν εργασία στα προσωπικά κτήματα του). Το σύστημα αυτό είχε σαν στόχο την απλή επιβίωση των υποδούλων και την παροχή εισοδήματος στους τιμαριούχους ως αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που προσφέρουν,  οι οποίες θα επιφέρουν νέες κατακτήσεις και νέα έσοδα στον σουλτάνο. 

Στις πόλεις η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη για τους υπόδουλους Έλληνες, καθώς η συνύπαρξη με τους Οθωμανούς αναδείκνυε την φυλετικότητα του οθωμανικού κράτους. Οι μη μουσουλμάνοι ήταν πολίτες δεύτερης κατηγορίας με πλήθος περιορισμών στο ντύσιμο και στην συμπεριφορά απέναντι στους μουσουλμάνους, ενώ δεν επιτρεπόταν να ιππεύουν και αποκλειόταν από κάποια επαγγέλματα. Ταυτόχρονα οι μη μουσουλμάνοι είχαν βαρύτερη φορολογία με πλήθος φόρων (κεφαλικός, εστίας κλπ) αλλά και  προσφορά παιδιών μέσω του παιδομαζώματος (ένα στα πέντε παιδιά κάθε οικογένειας γινόταν γενίτσαρος). Η οικονομία των πόλεων παρέμεινε στάσιμη έως τα τέλη του 16ου αιώνα. Η βιοτεχνία οργανώθηκε σε συντεχνίες (εσνάφια) στις οποίες ανήκαν υποχρεωτικά όλοι οι βιοτέχνες με ιεραρχική δομή (πρωτομάστορας, μάστορες, τσιράκια κλπ) και αυστηρά οικογενειακό χαρακτήρα (αδυναμία εξέλιξης σε βιομηχανία). Το εμπόριο και οι μεταφορές οργανώθηκαν επίσης σε συντεχνίες, οι οποίες όμως είχαν ανταγωνισμό από τις διομολογήσεις (προνομιακές συμφωνίες) που έκανε ο σουλτάνος με Δυτικούς, καταλήγοντας να ελέγχουν αυτοί τα ακριβά και περιζήτητα προϊόντα.

Στις περιοχές που βρέθηκαν υπό ενετική κυριαρχία, οι κατακτητές Ενετοί αποδείχθηκαν εξίσου καταπιεστικοί. Η διοίκηση ασκούταν από τους Δούκες και μικρή ομάδα Ενετών αξιωματούχων, οι οποίοι απομυζούσαν τους πόρους των περιοχών αυτών με πιο συστηματικό και οργανωμένο τρόπο σε σχέση με τους Οθωμανούς. Επέβαλαν αυστηρή τήρηση της τάξης και των κανόνων που όρισαν οι ίδιοι καθώς και βαριά φορολογία, ενώ ταυτόχρονα επιχειρήθηκε αποτυχημένα εκλατινισμός των Ελλήνων και περιορισμός της ισχύος της Ορθόδοξης εκκλησίας. Στην πορεία, οι Ενετοί χαλάρωσαν σταδιακά την αυστηρότητα του καθεστώτος τους, επιτρέποντας την βελτίωση της ζωής των υποδούλων Ελλήνων. Δυστυχώς όμως, έως τα τέλη του 17ου αιώνα, οι ενετοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου (πλην των Ιονίων νησιών) πέρασαν και αυτές υπό οθωμανική κυριαρχία.

Ο Ελληνισμός της Ιταλικής χερσονήσου (Σικελία, Νότιος Ιταλία) δέχεται την μεγαλύτερη πίεση για ενσωμάτωση καθώς οι διαδοχικοί κατακτητές (Νορμανδοί, Γάλλοι, Ισπανοί) μετακινούν πληθυσμούς στην περιοχή και προσπαθούν να επιβάλλουν την ταυτότητά τους. Οι Έλληνες αναγκάζονται να ασπαστούν τον καθολικισμό και να ενσωματωθούν σταδιακά στην λατινική κουλτούρα, παρόλη την συνεχιζόμενη μετακίνηση ελληνικών πληθυσμών (κυρίως από την Πελοπόννησο) στην Νότιο Ιταλία έως και τα τέλη του 17ου αιώνα. Ο Ελληνισμός της «μεγάλης Ελλάδος», που κάποτε ξεπερνούσε το 1 εκατ. κατοίκους μόνο στην Σικελία, συρρικνώνεται σε λίγες περιοχές (Απουλία, Καλαβρία) διατηρώντας κάποια ήθη και έθιμα και σποραδικά την ελληνική γλώσσα (γκρεκάνικα). Μετά από 20 αιώνες ισχυρής παρουσίας, ο ελληνισμός της Κάτω Ιταλίας ομογενοποιείται στον πληθυσμό που κατοικεί στον σύγχρονο ιταλικό νότο.

Τους πρώτους δύο αιώνες της οθωμανικής κατοχής (15ος – 16ος) οι Οθωμανοί επιχείρησαν μετακινήσεις πληθυσμών (surgun) με κύριο στόχο την ενίσχυση των κατοίκων στις ελλειμματικές περιοχές ή την αύξηση των μουσουλμάνων σε περιοχές με στρατηγικό χαρακτήρα. Για το λόγο αυτό, κατά το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα μετέφεραν Τουρκομάνους και άλλους νομαδικούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς (Τάταρους, Γιουρούκους κλπ) από τα ασιατικά εδάφη στα βόρεια σύνορα της Βαλκανικής χερσονήσου ενώ ταυτόχρονα μετακίνησαν χριστιανικούς πληθυσμούς από τα ευρωπαϊκά εδάφη σε περιοχές της Μικράς Ασίας που είχαν ερημώσει από τις επιδρομές τους. Αντίστοιχα, οι Οθωμανοί ενίσχυσαν τον πληθυσμό της Κωνσταντινούπολης και της Θεσσαλονίκης, οι οποίες παρουσίαζαν εικόνα εγκατάλειψης μετά την κατάληψή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι η σχεδόν ερημωμένη Κωνσταντινούπολη του 1453 αποκτά 20 χρόνια αργότερα, πληθυσμό άνω των 70.000 κατοίκων από τους οποίους το 60% είναι Οθωμανοί και μόλις το 20% είναι Έλληνες και το 10% Εβραίοι. Ειδικά, οι Εβραίοι μεταφέρθηκαν από άλλες πόλεις της Μικράς Ασίας και τα νησιά (Μυτιλήνη, Χίο) για να ενισχύσουν τον αστικό πληθυσμό της νέας οθωμανικής πρωτεύουσας. 

Παρόλα αυτά, έως τα τέλη του 16ου, οι αλλοιώσεις των πληθυσμών στην Οθωμανική αυτοκρατορία ήταν περιορισμένες σε βαθμό και ένταση. Ο σουλτάνος και η διοίκηση ήταν επικεντρωμένοι στην απόκτηση νέων κατακτήσεων ενώ το τιμαριακό/συντεχνιακό σύστημα διατηρούσε τον πληθυσμό στις εστίες του, προσπαθώντας να επιβιώσει. Στις κατεκτημένες περιοχές επικρατούσε ειρήνη καθώς οι επιδρομές είχαν σταματήσει και η τάξη τηρούταν από τους τιμαριούχους-στρατιωτικούς. Οι πληθυσμιακές μεταβολές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας προερχόταν κυρίως από τους εξισλαμισμούς και το παιδομάζωμα, με τα οποία μειωνόταν ο πληθυσμός των χριστιανών δημιουργώντας νέους Οθωμανούς. Την περίοδο αυτή, η σημαντικότερη επίπτωση στους χριστιανικούς πληθυσμούς προερχόταν από τις επιδημίες και κυρίως την πανώλη, η οποία ενδημούσε στον ελλαδικό χώρο καθ’ όλη την διάρκεια του 16ου αιώνα. Στην Θεσσαλονίκη η πανώλη παρουσιάζει έξαρση που ευνοείται από τις μετακινήσεις των οθωμανικών στρατευμάτων προς τον Βορρά. Ο πληθυσμός της πόλης μειώνεται σημαντικά.

Στα τέλη του 16ου αιώνα, η οικονομική κατάσταση στην Οθωμανική αυτοκρατορία θα αρχίσει να επιδεινώνεται δραματικά. Οι κατακτήσεις νέων εδαφών σταμάτησαν δημιουργώντας άνεργους πολεμιστές και εξάντληση των τιμαρίων, ενώ ταυτόχρονα η επαφή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας με την δύση σε καιρό ειρήνης θα αναδείξει τις αδυναμίες της χώρας να αναπτύξει ανταγωνιστική οικονομία και αποτελεσματική διοίκηση. Η χώρα έχει παραμείνει αυστηρά αγροτική με χαμηλές αποδόσεις των καλλιεργειών και αδυναμία ανάπτυξης στοιχειώδους βιομηχανίας και τεχνολογίας που οδηγούν σε οικονομική κρίση και ανεπάρκεια αγαθών. Η προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης καταλήγει αρχικά στην αναδιάρθρωση της γαιοκτησίας, μετατρέποντας το τιμάριο σε τσιφλίκι  (με κληρονομική ιδιοκτησία), τους τιμαριούχους πολεμιστές σε γαιοκτήμονες και τους ελεύθερους μικροκαλλιεργητές σε δουλοπάροικους του τσιφλικά. Η αλλαγή αυτή οδηγεί πολλούς Έλληνες  μικροκαλλιεργητές στις πόλεις ή στις ορεινές περιοχές όπου απασχολούνται με την κτηνοτροφία, η οποία δίνει μεγαλύτερο βαθμό ελευθερίας και αυτοτέλειας. Οι μετακινήσεις αυτές δεν πραγματοποιούνται μαζικά, αλλά μεμονωμένα και σταδιακά και δεν μνημονεύονται εκτενώς στις πηγές. Το αποτέλεσμα τους ήταν η πληθυσμιακή αλλοίωση των πεδινών εύφορων περιοχών στις οποίες παρέμειναν κυρίως σλαβικοί πληθυσμοί και η ενίσχυση με ελληνικό στοιχείο των ορεινών περιοχών  στις οποίες έως τότε κυριαρχούσαν οι Αλβανοί. Νέοι οικισμοί δημιουργούνται σε απομονωμένες ορεινές περιοχές που δεν κατοικούταν έως τότε, βάζοντας τα θεμέλια για την πληθυσμιακή κατανομή της σύγχρονης Ελλάδος. Οι Έλληνες που πάντα κατοικούσαν σε παραθαλάσσιες και πεδινές περιοχές αναγκάζονται να δημιουργήσουν την «Ελλάδα των ορέων», απόμακρη αλλά σχετικά αυτεξούσια.

Οι Έλληνες που παρέμειναν στις πόλεις αρχίζουν να ασχολούνται με τις μεταφορές (καραβάνια) και την ναυτιλία λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου με την Δύση και της εγγενούς απέχθειας των Οθωμανών προς την θάλασσα και τις μετακινήσεις. Οι Οθωμανοί αδιαφορούν επίσης για κάθε είδους οικονομική ανάπτυξη και παραμένουν προσκολλημένοι στον στρατό και την διοίκηση, αφήνοντας χώρο στους κοσμοπολίτες Έλληνες, Εβραίους και Αρμένιους να αναπτυχθούν στο εμπόριο, στις τέχνες και τις επιστήμες. Οι τρείς αυτές εθνότητες, αλλά κυρίως οι Έλληνες, δημιουργούν από τα τέλη του 16ου αιώνα, εύρωστες κοινότητες στις πόλεις και τα λιμάνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και σταδιακά αρχίζουν να αποκτούν προνόμια. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι μεταφραστές (δραγουμάνοι) του σουλτάνου από το 1661 (Παναγιωτάκης Νικούσιος) και οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων περιοχών της Βλαχίας και της Μολδαβίας από το 1709 είναι Έλληνες Φαναριώτες. Αρκετοί Έλληνες, εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και κατευθύνονται στις πόλεις κυρίως στην Μικρά Ασία και την Βόρειες επαρχίες της Βαλκανικής.

Η πανώλη επανεμφανίζεται στα μέσα του 17ου αιώνα, ξεκινώντας και πάλι από την Θεσσαλονίκη και επεκτείνεται στην Θεσσαλία, ενώ εμφανίζεται ξανά στα μέσα του 18ου αιώνα σχεδόν σε όλη την Οθωμανική επικράτεια, μειώνοντας σημαντικά τον πληθυσμό της. Στην τελευταία αυτή έξαρση επλήγησαν κυρίως η Κωνσταντινούπολη, η Θεσσαλονίκη, η Σμύρνη και τα γύρω νησιά (Χίος, Μυτιλήνη) ενώ η επιδημία έφτασε και μέχρι την Αθήνα. Ο «μαύρος θάνατος» θα ξανακτυπήσει τον 19ο αιώνα και αυτή την φορά η επιδημία θα είναι η χειρότερη από όλες. Ξεκίνησε το 1812 από την Κωνσταντινούπολη θερίζοντας πάνω από 200.000 άτομα (1/3 του πληθυσμού της πόλης).  Η επιδημία  επεκτάθηκε γρήγορα σε όλη την αυτοκρατορία δημιουργώντας κύμα φυγής από τις πόλεις και τα λιμάνια. Τα νησιά του Αιγαίου ερημώθηκαν και η Θεσσαλία αποδεκατίσθηκε οδηγώντας σε παρακμή τις αγροτοβιομηχανίες της περιοχής ενώ τα μεγάλα αστικά κέντρα της αυτοκρατορίας έχασαν από το 1/5 έως το 1/3 του πληθυσμού τους.

Την ίδια περίοδο, η κατάκτηση της Κρήτης από τους Οθωμανούς (1669) συνοδεύεται από πληθυσμιακές μεταβολές καθώς οι αθρόοι εξισλαμισμοί (60.000 άτομα έως το 1680) αλλοιώνουν σταδιακά την ταυτότητα των κρητικών. Είναι ενδεικτικό, ότι οι εξισλαμισμένοι κρητικοί, στα τέλη του 18ου αιώνα ανέρχονται στις 160.000 άτομα ενώ οι χριστιανοί του νησιού δεν ξεπερνούν τις 130.000, όταν στα τέλη της Ενετοκρατίας (1669) η Κρήτη κατοικούταν από 300.000 έλληνες ορθόδοξους και λίγες χιλιάδες Λατίνους καθολικούς.

Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ελληνισμός της Οθωμανικής αυτοκρατορίας έχει συρρικνωθεί ακόμα περισσότερο, κυρίως από τις επιδημίες και βρίσκεται πλέον συγκεντρωμένος στα αστικά κέντρα και στις παραλιακές και ορεινές περιοχές. Στα αστικά κέντρα, οι Έλληνες διαπρέπουν ως έμποροι, τραπεζίτες και επιστήμονες ελέγχοντας μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, ενώ αντίθετα στα παραλιακά και ορεινά χωριά οι Έλληνες παραμένουν μακριά από την οθωμανική εξουσία διατηρώντας την αυτονομία τους σε μεγαλύτερο βαθμό. 

Στις αρχές του 19ου αιώνα, η Ελληνική επανάσταση προκαλεί ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις του πληθυσμού στον ελλαδικό χώρο. Αρκετοί αγωνιστές σκοτώνονται ενώ άλλοι μετακινούνται προς τις ελεύθερες περιοχές (Πελοπόννησος, Ρούμελη και νησιά) για να ενισχύσουν τον αγώνα. Οι σφαγές που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι  αποδεκάτισαν τον πληθυσμό κάποιων περιοχών (Χίος, Ψαρά, Μεσολόγγι κλπ), οι οποίες όμως σύντομα εποικίσθηκαν από άλλους Έλληνες. Αντίστοιχα, οι Τούρκοι, κυρίως της Πελοποννήσου, σφαγιάσθηκαν ή απομακρύνθηκαν προς άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η εισβολή του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο (1826) προκάλεσε πανικό και φυγή προς τα ορεινά. Στην πορεία του, ο αιγυπτιακός στρατός καίει χωριά και αφανίζει κατοίκους ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι οδηγούνται στα σκλαβοπάζαρα της Βορείου Αφρικής. Οι περισσότεροι από αυτούς παρέμειναν στην Αίγυπτο μετά την απελευθέρωση τους (σύμβαση 6/8/28) ενισχύοντας τις ελληνικές κοινότητες του Καϊρου και της Αλεξάνδρειας. Τα πρώτα χρόνια της επανάστασης η μείωση του πληθυσμού στις επαναστατημένες περιοχές ήταν δραματική. Η Πελοπόννησος το 1821 είχε 500.000 κατοίκους (450.000 χριστιανούς και 50.000 μουσουλμάνους) ενώ το 1828 είχε λιγότερους από 350.000 κατοίκους, όλους χριστιανούς. Αντίστοιχα, η Στερεά Ελλάδα το 1821 είχε 270.000 κατοίκους (250.000 χριστιανούς και 20.000 μουσουλμάνους) ενώ το 1828 είχε λιγότερους από 180.000 κατοίκους. Τα νησιά ήταν οι μόνες περιοχές που διατήρησαν σταθερό τον πληθυσμό τους, στους 170.000 κατοίκους, αποκλειστικά χριστιανούς καθώς δεν απετέλεσαν πεδίο πολεμικών αναμετρήσεων. Συνολικά, οι περιοχές που θα συγκροτήσουν το πρώτο Ελληνικό κράτος υπέστησαν μείωση πληθυσμού άνω των 170.000 χριστιανών κατοίκων (σφαγές, πόλεμος, αιχμάλωτοι) και όλου σχεδόν του μουσουλμανικού πληθυσμού, ο οποίος έχει διωχθεί ή σκοτωθεί.

Η Ελληνική επανάσταση και η απελευθέρωση της Πελοποννήσου και της Ρούμελης ξεσήκωσαν την οργή των Οθωμανών εναντίον των Ελλήνων στις υπόλοιπες περιοχές της αυτοκρατορίας. Στην Κωνσταντινούπολη και τις άλλες μεγάλες πόλεις , ο όχλος καταστρέφει μαγαζιά και σπίτια, δολοφονώντας Έλληνες, μεταξύ των οποίων τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Γ’ και αρκετούς μητροπολίτες (Θεσσαλονίκης, Λάρισας, Αδριανούπολης, Σμύρνης κλπ). Στην Κρήτη η καταστολή της επανάστασης (1824) συνοδεύεται από θηριωδίες. Ο ρώσο-τουρκικός πόλεμος του 1828-29 και η προέλαση του ρωσικού στρατού στον Πόντο προκαλεί τον ενθουσιασμό του τοπικού πληθυσμού, όμως η συμφωνία ειρήνης που ακολούθησε ανάγκασε πάνω από 40.000 Πόντιους να ακολουθήσουν τα ρώσικα στρατεύματα και να εγκατασταθούν στην περιοχή της Τσάλκας (σημερινή Γεωργία).

Το νεοσύστατο Ελληνικό κράτος (1830) έχει πληθυσμό που δεν ξεπερνά τις 700.000 άτομα, ενώ μέρος του πληθυσμού του είναι χριστιανοί Αρβανίτες, κυρίως στην Αττικοβοιωτία (50% πληθυσμού), τα νησιά του Αργοσαρωνικού και την Πελοπόννησο. Μετά από 15 αιώνες ομογενοποίησης σε διαδοχικές αυτοκρατορίες (Ρωμαϊκή, Βυζαντινή, Οθωμανική) όπου η έννοια του έθνους ήταν υποβαθμισμένη, το ελληνικό έθνος ξαναγεννιέται, με στοιχεία εθνικής ταυτότητας αυτή την φορά. Οι απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων που μετατράπηκαν σε χριστιανούς Ρωμαίους και στην πορεία των αιώνων έχασαν μεγάλο μέρος του πληθυσμού τους (πόλεμοι, επιδημίες, εξισλαμισμοί) και ενσωμάτωσαν νεοφερμένους λαούς (Σλάβοι, Αλβανοί, Λατίνοι κλπ), δημιουργούν τον 19ο αιώνα το πρώτο εθνικό κράτος της Ευρώπης.

Οι πρώτες δεκαετίες του ελεύθερου ελληνικού κράτους δεν ήταν εύκολες για τους κατοίκους του. Κυριαρχούν η πείνα και η αναρχία ενώ οι εμφύλιοι πόλεμοι και η ληστεία επιδεινώνουν την κατάσταση. Πολλοί Έλληνες μεταναστεύουν προς την Ρωσία, την Αυστρία αλλά και τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη) ενώ ξεκινά δειλά και η μετανάστευση στο νέο κόσμο. Η ελληνική παρουσία στην Αίγυπτο ενισχύεται και το 1856 ιδρύεται η ελληνική κοινότητα του Καϊρου. Η αναζωπύρωση του Ελληνισμού της Αιγύπτου είχε ξεκινήσει με την εισβολή των Γάλλων (1798) και συνεχίσθηκε με την ανάληψη της εξουσίας από τον Μωχάμετ Αλη (1811), ο οποίος εκσυγχρόνισε την Αίγυπτο, επέβαλε θρησκευτική ανοχή και τόνωσε το εξωτερικό εμπόριο  με άξονα το λιμάνι της Αλεξάνδρειας.  Έως τα τέλη του 19ου αιώνα, οι Έλληνες της Αιγύπτου ξεπερνούσαν τις 65.000.

Η κατάσταση στο νεοσύστατο κράτος αρχίσει να εξομαλύνεται μετά το 1864, όταν επικρατεί πολιτική σταθερότητα και βελτίωση της οικονομίας κυρίως λόγω της ανάπτυξης της αμπελοκαλλιέργειας. Η σταφίδα γίνεται το εθνικό μας προϊόν καθώς οι αμπελώνες της Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας έχουν ξεραθεί από την φυλλοξήρα. Το ελληνικό κράτος μεγαλώνει με τα Επτάνησα (1864) την Θεσσαλία και την Άρτα (1881) και ο πληθυσμός της χώρας ξεπερνά τα 2 εκατ. κατοίκους.  Όμως το 1892 η γαλλική σταφίδα ξαναεμφανίζεται στην αγορά, μειώνοντας τις ελληνικές εξαγωγές κατά 65%, οδηγώντας την χώρα σε πτώχευση (1893). Ακολουθεί ο «ατυχής» ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που έληξε με ήττα της Ελλάδος και ένταξη της χώρας υπό διεθνή οικονομικό έλεγχο. Η φτώχεια αυξάνεται, όπως και η ληστεία (12.500 ληστές καταγράφονται το 1899). Οι Έλληνες της Πελοποννήσου και της Στερεάς αρχίζουν από το 1898 να μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, προσεγγίζοντας το 1902 τους 20.000, από τους οποίους οι 12.000 στην Νέα Υόρκη. Ο ρυθμός μετανάστευσης παρουσιάζει έξαρση από το 1907 έως το 1912 φτάνοντας τα 1.000 άτομα εβδομαδιαίως, ενώ μόνο το 1907 αναχωρούν 36.500 άτομα για τις ΗΠΑ. Από το 1898 έως το 1917 είχαν μεταναστεύσει στις ΗΠΑ πάνω από 400.000 άτομα και ακόμα 25.000 σε άλλες χώρες (Βραζιλία, Αυστραλία, Καναδάς, Αφρική) δηλαδή πάνω από το 30% του πληθυσμού της παλαιάς Ελλάδος (Πελοπόννησος, Στερεά) από όπου κυρίως έφυγαν.

Ο ρώσο-τουρκικός πόλεμος του 1877-78 αποτέλεσε για άλλη μια φορά την αιτία μετανάστευσης πάνω από 100.000 Ποντίων στην νότια Ρωσία καθώς ακολούθησαν ξανά τον ρώσικο στρατό, που είχαν προηγουμένως υποδεχθεί ως ελευθερωτή.

Το τέλος του 1ου Παγκοσμίου Πολέμου και η μικρασιατική καταστροφή του 1922 προκαλούν μία από τις μεγαλύτερες μετακινήσεις πληθυσμών στην ιστορία. Με την συνθήκη του Νεϊγύ (1919) πραγματοποιήθηκε εθελούσια ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Βουλγαρίας κατά την οποία περί τους 50.000 Έλληνες μετανάστευσαν από την Βουλγαρία στην Ελλάδα και περίπου 90.000 Βούλγαροι από την Ελλάδα στην Βουλγαρία, ενώ στην Ελλάδα παρέμειναν 40.000 σλαβόφωνοι που δεν επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν. Αντίθετα, η ανταλλαγή πληθυσμών που συμφωνήθηκε μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας με την συνθήκη της Λωζάννης (1923) ήταν υποχρεωτική, οδηγώντας 1.500.000 Ελληνορθόδοξους (μεταξύ τους και 50.000 Αρμένιους) να εγκαταλείψουν τις  εστίες τους στην Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και το Πόντο, ενώ αντίστοιχα 355.000 μουσουλμάνοι (οι περισσότεροι ελληνόφωνοι και πιθανώς εξισλαμισμένοι Έλληνες) εγκατέλειψαν την Ελλάδα και εγκαταστάθηκαν στην Τουρκία. Από την συμφωνία εξαιρέθηκαν οι Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου, περίπου 130.000 άτομα, ενώ στην Ελλάδα παρέμεινα 110.000 μουσουλμάνοι στην Ξάνθη και Ροδόπη. Η επίσημη συνθήκη στην ουσία αφορούσε λιγότερους από 200.000 Έλληνες καθώς οι περισσότεροι είχαν ήδη εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1919-1922 ενώ πάνω από 350.000 Έλληνες σφαγιάσθηκαν από τους Τούρκους στην περιοχή του Πόντου κατά την περίοδο 1914-1923.

Από τα 1,8 εκατ. Ελλήνων (Ρωμιών) που κατεγράφησαν στην Ασιατική Τουρκία κατά την Οθωμανική απογραφή του 1914, το 1,2 εκατ. εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα ενώ πάνω από 50.000 μετακινήθηκαν προς την Αίγυπτο, ΗΠΑ/Καναδά και Δυτική Ευρώπη. Επιπλέον αυτών, τουλάχιστον 100.000 Έλληνες του Πόντου μετακινήθηκαν προς την Ρωσία, κυρίως μετά την λήξη του 1ου παγκοσμίου πολέμου (1918) ακολουθώντας τα ρώσικα στρατεύματα που είχαν καταλάβει την περιοχή το 1916. Παρόλα αυτά υπάρχουν αρκετές πηγές που αμφισβητούν τις οθωμανικές αρχές και ανεβάζουν τον ελληνικό πληθυσμό της Ασιατικής Τουρκίας του 1914 στα 2,5 εκατ. (κάποιοι ακόμα και στα 5 εκατ. άτομα), καθώς οι Οθωμανοί ενέτασσαν αρκετούς Έλληνες σε άλλες φυλετικές ομάδες ενώ ταυτόχρονα οι Έλληνες προσπαθούσαν να αποφύγουν την απογραφή για να μην στρατευθούν η φορολογηθούν. Όπως και να το μετρήσουμε, προσθέτοντας σε αυτούς που έφυγαν αυτούς που σφαγιάσθηκαν ή παρέμειναν εκεί αντιλαμβανόμαστε ότι αρκετές χιλιάδες Έλληνες «χάθηκαν» την περίοδο εκείνη κατά την πορεία δημιουργίας ομοιογενούς Τουρκικού κράτους.

Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών απετέλεσε πλήγμα όχι μόνο για τους ανταλλάξιμους αλλά και για τις οικονομίες των δύο κρατών. Η Ελλάδα των 5 εκατ. κατοίκων (οι μισοί ήταν νέοι πολίτες της χώρας από τις κατακτήσεις των βαλκανικών πολέμων) καλείται μετά από δέκα χρόνια συνεχών πολέμων (βαλκανικοί, 1ος παγκόσμιος, μικρασιατική εκστρατεία) να υποδεχθεί και να ενσωματώσει 1,2 εκατ. πρόσφυγες, ενώ η Τουρκία χάνει την αστική της τάξη.  Οι ελληνικές κοινότητες πριν το 1922 έλεγχαν το 50% των επενδεδυμένων κεφαλαίων και το 60% των θέσεων εργασίας στην βιομηχανία της Τουρκίας, ενώ κυριαρχούσαν στο εμπόριο και τις επιστήμες.  Παρόλο που σύμφωνα με τις Οθωμανικές αρχές, το 1914, οι Έλληνες αντιπροσώπευαν το 12% του πληθυσμού της Ασιατικής Τουρκίας, η συμμετοχή τους στην οικονομία ήταν κυρίαρχη καθώς το 46% από τους τραπεζίτες της οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν Έλληνες, όπως και το 49% των βιομήχανων, το 43% των εμπόρων, το 52% των γιατρών, το 52% των αρχιτεκτόνων, το 37% των μηχανικών και το 30% των δικηγόρων.

Μετά την μικρασιατική καταστροφή, η Ελλάδα προσπαθεί να ανακάμψει από την οικονομική και κοινωνική δυσπραγία. Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαθίστανται στην Μακεδονία και την Θράκη, σε περιοχές από όπου έφυγαν Τούρκοι και Βούλγαροι, σε μια προσπάθεια του κράτους να ενισχύσει τις περιοχές αυτές. Αρκετοί πρόσφυγες, κυρίως οι αστοί, εγκαθίστανται στην Αθήνα και στην Θεσσαλονίκη, ενώ πάνω από 100.000 πρόσφυγες μεταναστεύουν ξανά από την Ελλάδα  προς τις ΗΠΑ/Καναδά και την Δυτική Ευρώπη. Αρκετοί φεύγουν για την Αίγυπτο, όπου το 1940 οι Έλληνες της Αιγύπτου ανέρχονται στους 250.000. Αντίστοιχα, έχουν αυξηθεί και οι ελληνικοί πληθυσμοί της Ρωσίας, οι οποίοι μετά από διαδοχικές μετακινήσεις (1828, 1877, 1918), κυρίως Ποντίων, ανέρχονται το 1920, στις 700.000 άτομα.

Ενώ η χώρα προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές της από την μικρασιατική καταστροφή, μια νέα οικονομική κρίση (1929) οδηγεί για άλλη μια φορά αρκετούς Έλληνες στην μετανάστευση. Η κρίση του 1929 έφτασε χώρα μας το 1932 πλήττοντας το βασικό εξαγώγιμο προϊόν της, τον καπνό που τότε θεωρούταν είδος πολυτελείας. Η χώρα πτωχεύει για άλλη μια φορά και 100.000 Έλληνες, κυρίως από την «παλαιά Ελλάδα» μεταναστεύουν στις ΗΠΑ, Καναδά και Αίγυπτο.

Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος που ακολούθησε είχε επίσης δραματικές συνέπειες για τον ελληνικό πληθυσμό. Η Ελλάδα είχε απώλειες που προσέγγισαν το 10% πληθυσμού της κατατάσσοντας την χώρα 1η σε ανθρώπινες απώλειες, ως ποσοστό του πληθυσμού της. Οι  νεκροί στρατιώτες (τις 219 ημέρες του πολέμου) ήταν 13.676, οι εκτελεσθέντες από τα στρατεύματα κατοχής ξεπέρασαν τις 55.000 άμαχους ενώ άλλοι 20.000 σκοτώθηκαν στις μάχες της Εθνικής Αντίστασης. Οι εκτελεσθέντες στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Γερμανών (οι περισσότεροι Εβραίοι) ξεπέρασαν τις 100.000 άτομα, ενώ οι νεκροί από την πείνα και τις κακουχίες κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής υπολογίζονται σε 350.000 άτομα. Από τους 80.000 Εβραίους της Ελλάδος (56.000 στην Θεσσαλονίκη) έμειναν μετά τον πόλεμο μόλις 10.000. Εκτός από τις ανθρώπινες απώλειες , η γερμανική κατοχή άφησε πίσω της 1.700 καμένα χωριά και κατεστραμμένες το 70% των υποδομών της χώρας. Ο εμφύλιος πόλεμος που ακολούθησε άφησε άλλους 50.000 νεκρούς και μια χώρα τραυματισμένη και διχασμένη. Η μετανάστευση αποδεδείχθηκε για άλλη μια φορά η διέξοδος των Ελλήνων στα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα.

Αυτή την φορά, η μερίδα του λέοντος στην μετανάστευση ανήκε στην Μακεδονία, την Ήπειρο και την Θράκη από όπου ξεκίνησε το 1951 η φυγή προς την Γερμανία και στην συνέχεια προς Βέλγιο, ΗΠΑ, Καναδά και Αυστραλία. Από 1951-1977 έφυγαν από την χώρα περίπου 1,3 εκατ. άτομα από τα οποία 700.000 στην Γερμανία, 160.000 στην Αυστραλία, 135.000 στις ΗΠΑ και 160.000 στον Καναδά. Από αυτούς το 40% επέστρεψε στην Ελλάδα μετά το 1990. Επιπλέον αυτών δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις 100.000 από τους ηττημένους του εμφυλίου πολέμου που αναγκάσθηκαν να φύγουν από την χώρα προς Ρωσία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία και άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων 30.000 σλαβόφωνοι της Φλώρινας, Καστοριάς και Πέλλας.

Ο εθνικισμός και ο ψυχρός πόλεμος που ακολούθησαν, ανάγκασε πολλούς Έλληνες κυρίως των γειτονικών κρατών (Αλβανία, Γιουγκοσλαβία) αλλά και της Ουκρανίας, Ρωσίας να ενσωματωθούν, χάνοντας την ταυτότητα που κατάφεραν να διαφυλάξουν επί αιώνες. Ο Ελληνισμός της Τουρκίας αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει την χώρα μετά τα «Σεπτεμβριανά» του 1955 και τις καταστροφές και διώξεις που υπέστησαν. Από τις 130.000 Έλληνες της Τουρκίας σήμερα παραμένουν λιγότεροι από 5.000. Το τέλος του ψυχρού πολέμου και η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» οδήγησαν επίσης πολλούς από τους Έλληνες της διασποράς στην φυγή από τις εστίες τους. Στην Αλβανία, ο συμπαγής Ελληνισμός των 200.000 Βορειοηπειρωτών συρρικνώθηκε καθώς πάνω από 100.000 άτομα μετανάστευσαν μετά το 1989  στην Ελλάδα, αλλά και στις ΗΠΑ. Στην απογραφή του 2011, κατεγράφησαν μόλις 25.000 Έλληνες στην Αλβανία, όμως ο αριθμός τους θεωρείται ότι σκόπιμα υποβαθμίσθηκε. Αντίστοιχα, από τους 500.000 Πόντιους που ζούσαν έως το 1989 στην πρώην Σοβιετική Ένωση (Γεωργία, Ουκρανία και Νότιο Ρωσία) τουλάχιστον οι μισοί μετακινήθηκαν στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες περιοχές της Ρωσίας (Μόσχα, Πετρούπολη κλπ) και σήμερα έχουν παραμείνει μόνο 30.000 Πόντιοι στην Γεωργία (κυρίως στην Τσάλκα), 100.000 στην Ουκρανία (κυρίως στην Μαριούπολη) και 100.000 στην Ρωσία (κυρίως στο Κρασνοντάρ και την Σταυρούπολη στην Νότιο Ρωσία).

Σήμερα, όπως σε όλη την ιστορία του, ο Ελληνισμός παραμένει διασκορπισμένος και το σύνολο του πληθυσμού του εκτιμάται στα 17,5 εκατ. Στην Ελλάδα κατοικούν περίπου 11 εκατ. και στην Κύπρο άλλες 800.000 Ελληνοκύπριοι, ενώ οι Έλληνες της διασποράς εκτιμώνται στα 5,6 εκατ. άτομα (32% συνόλου), βρίσκοντας συμπατριώτες μας στις περισσότερες χώρες του πλανήτη, ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες. Το μεγαλύτερο μέρος από αυτούς κατοικεί στις ΗΠΑ , όπου δηλώνουν ελληνική καταγωγή πάνω από 3 εκατ. Αμερικανοί. Οι καταγεγραμμένοι Ελληνοαμερικανοί ανέρχονται στα 1,2 εκατ. άτομα από τους οποίους οι 200.000 έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα (μετανάστες 1ης γενιάς) ενώ το 1/3 (350.000 άτομα) μιλά στο σπίτι του την ελληνική γλώσσα. Στον γειτονικό Καναδά, κατοικούν συνολικά 225.000 άτομα ελληνικής καταγωγής από τους οποίους οι 150.000 έχουν ελληνική καταγωγή και από τους δύο γονείς ενώ οι υπόλοιποι 75.000 μόνο από τον ένα γονέα. Από αυτούς, πάνω από τους μισούς (120.000 άτομα) μιλούν την ελληνική γλώσσα στο σπίτι τους. Στην μακρινή Αυστραλία κατοικούν περίπου 400.000 άτομα ελληνικής καταγωγής, ενώ άλλες 50.000 άτομα ελληνικής καταγωγής κατοικούν σε χώρες της Νοτίου Αμερικής (Αργεντινή, Βραζιλία κλπ). Στην Αφρική κατοικούν πάνω από 150.000 άτομα ελληνικής καταγωγής από τους οποίους το μεγαλύτερο μέρος (120.000) ζει στην Νότιο Αφρική. Στην Ευρώπη κατοικούν πάνω από 800.000 Έλληνες από τους οποίους 370.000 στην Γερμανία, 220.000 στην Βρετανία, 35.000 στο Βέλγιο, 35.000 στην Γαλλία και 30.000 στην Ιταλία.

Αντίθετα, στις παραδοσιακές εστίες του ελληνισμού στην ευρύτερη περιοχή, οι Έλληνες έχουν συρρικνωθεί σημαντικά. Στο Καύκασο, οι Έλληνες δεν ξεπερνούν σήμερα τις 250.000 άτομα ενώ άλλες 100.000 κατοικούν στις γειτονικές χώρες (Αλβανία, Τουρκία, Βουλγαρία, Σερβία κλπ). Στην άλλοτε πολυπληθή Κάτω Ιταλία σήμερα οι ελληνικής καταγωγής Γραικάνοι εκτιμάται ότι είναι λιγότεροι από 80.000 άτομα.

Οι Έλληνες ήταν πάντα μετανάστες και έποικοι. Στην μακραίωνη ιστορία τους επηρεάσθηκαν αλλά κυρίως επηρέασαν άλλους λαούς προσφέροντας σημαντικά στην ευρωπαϊκή ιστορία και τον παγκόσμιο πολιτισμό. Οι Έλληνες ήταν από τους πρώτους λαούς που ανέπτυξαν πολιτισμό, επιστήμες και τεχνολογία, τα οποία μετέφεραν ως έποικοι στις νέες τους πατρίδες, διαμορφώνοντας την ταυτότητα αρκετών λαών της Μεσογείου, της Μαύρης Θάλασσας και την Μέσης Ανατολής.

Από την αρχαιότητα έως τον μεσαίωνα, οι Έλληνες επέδειξαν μια εκπληκτική ικανότητα να επιβάλουν τον πολιτισμό, τα ήθη, τα έθιμα και τις συνήθειες τους στους λαούς με τους οποίους ήρθαν σε επαφή, με αποτέλεσμα να εξελληνίσουν αρκετούς λαούς, κυρίως στην Μικρά Ασία, την Μέση Ανατολή και την Κάτω Ιταλία. Η επικράτηση του χριστιανισμού (με εξαναγκασμό σε πολλές περιοχές του Ελλαδικού χώρου) κατέστρεψε τον ανώτερο αρχαιοελληνικό πολιτισμό και μετέφερε στους Έλληνες πολιτιστικά στοιχεία της Μέσης Ανατολής (μεσσιανισμός, μεταφυσική, εχθρότητα προς το σώμα και το σεξ, αποστροφή για τις τέχνες κλπ) αλλοιώνοντας σημαντικά την ταυτότητα τους. Η νέα ομογενοποιημένη ταυτότητα του χριστιανού Ρωμαίου που επικράτησε την Βυζαντινή περίοδο  υποβάθμισε το έθνος, τις επιστήμες, τις τέχνες και τους πολιτικούς θεσμούς και οδήγησε στην απώλεια πολλών στοιχείων του ανώτερου πολιτισμού των Ελλήνων (ορθολογισμός, αναλυτική σκέψη κλπ). Η ικανότητα διάδοσης πολιτισμού που για αιώνες επέδειξαν οι Έλληνες, περιορίστηκε στο επίπεδο της επιβολής της θρησκείας, ομογενοποιώντας ένα σύνολο λαών, εντός και εκτός της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, κάτω από το πέπλο του χριστιανού. Η μεταστροφή αυτή έκανε ευκολότερη την προσχώρηση των Ελλήνων σε άλλα δόγματα ή θρησκείες, ιδίως όταν ήταν ο μόνος τρόπος αντιπαράθεσης με την κεντρική εξουσία ή επιβίωσης σε συνθήκες εγκατάλειψης από την Διοίκηση. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, την μαζική στροφή Ελληνικών πληθυσμών κάποιων περιοχών στο Ισλάμ ή τον Καθολικισμό, ενισχύοντας με αυτόν τον τρόπο  τους πληθυσμούς των νέων εθνών της περιοχής (Τούρκοι, ΝοτιοΙταλοί κλπ).

Αντίθετα, στον Ελλαδικό χώρο, όπου υπήρχαν πάντα πολυπληθείς και συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί, οι Έλληνες κατάφερναν πάντα να ενσωματώνουν τους λαούς που μετακινούταν εδώ, είτε ως επιδρομείς (Σλάβοι τον 6ο-7ο αιώνα) είτε ως οικονομικοί μετανάστες (Αλβανοί τον 14ο –15ο αιώνα) είτε ως συγκυριακοί έποικοι ή επικυρίαρχοι που εγκαταστάθηκαν μεμονωμένα ή σε μικρό-ομάδες (Ρωμαίοι, Γότθοι, Βαράγγοι, Ενετοί, Φράγκοι, Καταλανοί κλπ).

Στην πολύχρονη πορεία της ιστορίας τους, οι Έλληνες αντάλλαξαν «αίμα» με πολλούς λαούς. Πήραν «αίμα» από τους λαούς που εξελλήνισαν, κυρίως τα ελληνιστικά χρόνια (Μικρασιατικοί λαοί) ενώ ταυτόχρονα έδωσαν «αίμα» σε όλους τους λαούς της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Ας αναλογισθούμε τους έποικους που ενσωματώθηκαν στην Νότιο Γαλλία, την Ιταλία, την Αίγυπτο, την Συρία και τον Καύκασο και έγιναν μέρος των τοπικών πληθυσμών αλλά κυρίως των Ελλήνων που εξισλαμίσθηκαν και διαμόρφωσαν τον πληθυσμό της σημερινής Τουρκίας. Επίσης, ας μην ξεχνάμε όλους αυτούς τους Έλληνες που μετανάστευσαν – ήδη από τον 16ο αιώνα –στον Νέο Κόσμο και έχασαν την ταυτότητα τους στο πέρασμα των αιώνων. 

Τα τελευταία 25 χρόνια, η Ελλάδα – λόγω ευημερίας αλλά και γεωγραφικής θέσης- έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών και σήμερα φιλοξενεί πάνω από 900.000 μετανάστες που αντιπροσωπεύουν το 8% του πληθυσμού της. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεταναστών (750.000 άτομα) είναι Ευρωπαίοι, προερχόμενοι κυρίως από τις γειτονικές χώρες, καθώς πάνω από 500.000 είναι Αλβανοί (17% πληθυσμού της Αλβανίας), 75.000 Βούλγαροι, 45.000 Ρουμάνοι και 70.000 από τις χώρες του Καυκάσου (Γεωργία, Ουκρανία, Ρωσία). Οι μη Ευρωπαίοι, περίπου 150.000 άτομα, προέρχονται από την Ασία (Πακιστάν, Μπαγκλαντές, Φιλιππίνες) και την Αφρική (Αίγυπτος, Νιγηρία) ενώ υπάρχουν και λιγότεροι από 20.000 άτομα από την Δυτική Ευρώπη (Γερμανία, Αγγλία, Ιταλία) και τις ΗΠΑ.

Η μετακίνηση προς την Ελλάδα δεν είναι νέο φαινόμενο και έχει ξανασυμβεί πολλές φορές στην ιστορία και μάλιστα με μεγαλύτερη επιθετικότητα. Οι Σλάβοι τον 6ο-7ο αιώνα μετακινήθηκαν εδώ ως επιδρομείς και διαφέντεψαν για δύο αιώνες την Πελοπόννησο. Το ίδιο και οι Άραβες που κυριάρχησαν στην Κρήτη για πάνω από έναν αιώνα. Οι Αλβανοί, που ξαναήρθαν εδώ τον 14ο -15ο αιώνα, έφτασαν να αποτελούν τον μισό πληθυσμό κάποιων περιοχών (Αττικοβοιωτία, Πελοπόννησος). Το αποτέλεσμα σε όλες τις περιπτώσεις ήταν το ίδιο : η σταδιακή αφομοίωση των επήλυδων από τον ελληνικό πληθυσμό. Τα εκατοντάδες επίθετα με Λατινική, Γερμανική και Αλβανική προέλευση το επιβεβαιώνουν, παρόλο που στις περισσότερες περιπτώσεις έχει χαθεί στους απογόνους τους, ακόμα και η ανάμνηση της καταγωγής τους.

«και άλλους εμείς εφάγαμε» όπως θα έλεγε ο Μακρυγιάννης, αν ζούσε σήμερα. Και πιο πολλούς και πιο ισχυρούς. Η αφομοιωτική ικανότητα του Ελληνισμού θα λειτουργήσει για άλλη μια φορά και οι απόγονοι των περισσότερων από τους σημερινούς μετανάστες θα μετατραπούν γρήγορα σε νεοέλληνες, με τα καλά και τα κακά τους. 

Οι Έλληνες ήταν πάντα μετανάστες και ακόμα είναι. Για πολλούς αιώνες ήταν έποικοι που μετέφεραν τον ελληνικό πολιτισμό. Στην συνέχεια έγιναν μετανάστες που προσαρμόσθηκαν και κάποιοι αφομοιώθηκαν στις νέες πατρίδες τους. Στον Ελλαδικό χώρο, οι επήλυδες πάντα αφομοιώνονταν, άλλοι γρήγορα και άλλοι αργά, αποκτώντας την «ελληνική παιδεία» της κάθε εποχής, για την οποίαν ήταν τόσο περήφανοι οι αρχαίοι μας πρόγονοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: