Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

αλληλεγγύη στους καπνιστές

Είμαι καπνιστής।

Ίσως για αυτό, η γνώμη μου στο θέμα της απαγόρευσης του καπνίσματος δεν είναι αμερόληπτη, παρ’ όλα αυτά πιστεύω ότι πρέπει να ακουσθεί, έστω και σαν μία ακόμα από τις εριστικές απόψεις που ακούμε καθημερινά στην Ελληνική κοινωνία.

Είμαι καπνιστής.

Έχω μία συνήθεια, που με τα σημερινά δεδομένα της επιστήμης είναι βλαβερή για εμένα και γιά τους γύρω μου, όταν το υφίστανται. Όμως την έχω, και διεκδικώ το δικαίωμα, για όσο καιρό την έχω, να την εξασκώ ελεύθερα, όταν δε ενοχλώ κανέναν.

Ως πολίτης αυτού του κράτους, στο οποίο εφαρμόζεται το ευρωπαϊκό κεκτημένο του σεβασμού της διαφορετικότητας και των δικαιωμάτων των μειονοτήτων πάσης φύσεως και προέλευσης, διεκδικώ τα δικαιώματα της «κοινότητας» των καπνιστών।

Διεκδικώ το δικαίωμά μου να συνοδεύω το ποτό μου στο μπαράκι με καλή κλασική rock, άψητα αμύγδαλα, έντονη πολιτική συζήτηση και ένα έως πολλά τσιγάρα, που κατά την γνώμη μου ταιριάζουν πολύ με τα προηγούμενα. Διεκδικώ το δικαίωμά μου να συνοδεύω το ψάρι μου στο εστιατόριο με καλό κρασί, σαλάτα και κάποια τσιγάρα, που χωρίς αυτά, το γεύμα μου φαίνεται ελλιπές. Διεκδικώ το δικαίωμά μου να συνοδεύω την εργασιακή μου δημιουργικότητα, στο προσωπικό μου γραφείο, με καφέ και τσιγάρα.

Σέβομαι τους μη καπνιστές και δεν θέλω να ενοχλώ κανέναν, απλά θέλω να υπάρχω και εγώ μέσα στην κοινωνία. Διεκδικώ τους δικούς μου χώρους, διαχωρισμένους, με σήματα ή χωρίς, τοίχους, συρματοπλέγματα ή ότι άλλο αποφασίσουν οι προστάτες της υγείας μας , αλλά ναι. Θέλω τους δικούς μου χώρους. Διεκδικώ την θέση μου στην κοινωνία, με την «ιδιαιτερότητα» μου την οποία ζητώ από την πολιτεία να σεβαστεί.

Σέβομαι και επικροτώ την απαγόρευση του καπνίσματος σε δημόσιους χώρους, όπως νοσοκομεία, σχολεία, δημόσιες υπηρεσίες κλπ παρ’ όλο που πιστεύω ότι και εκεί θα μπορούσε να υπάρχει ένας χώρος για να καπνίζουν οι καπνιστές εργαζόμενοι, χωρίς να ενοχλούν το κοινό. Σέβομαι επίσης την απαγόρευση στα μέσα μεταφοράς και επικροτώ την απαγόρευση του καπνίσματος στο ιδιωτικό αυτοκίνητο όταν υπάρχουν παιδιά.

Αυτό που διαφωνώ είναι η καθολική επιβολή του νόμου στα κέντρα εστίασης και διασκέδασης. Δεν κατανοώ γιατί δεν μπορούν να υπάρχουν ειδικά μαγαζιά για καπνιστές ή ειδικοί χώροι μέσα στα μεγάλα μαγαζιά. Το επιχείρημα ότι κάποιοι μη καπνιστές θα υποχρεούται, λόγω παρέας να συνοδεύουν τους καπνιστές σε αυτούς τους χώρους δεν είναι ισχυρό, καθότι πολλοί μη καπνιστές ζουν με καπνιστές στο ίδιο σπίτι. Για το προσωπικό, προτείνω να ισχύει το ανάποδο από ότι σε πολλές εταιρείες, οι οποίες δεν προσλαμβάνουν καπνιστές.

Στην χώρα μας, η καθολική απαγόρευση σκοντάφτει και σε μία ακόμα παράμετρο : την λαϊκή βούληση. Ο νομικός μας πολιτισμός στηρίζεται στην αρχή ότι ο νόμος προσπαθεί να επιβάλλει την θέληση των πολλών στους λίγους. Στην Ελλάδα, με 42% καθημερινούς καπνιστές (50% στους ενήλικες άνδρες) και περίπου 15% περιστασιακούς καπνιστές, θεωρώ ότι επιχειρείται το αντίστροφο : μια μειοψηφία, στο όνομα της υγείας μας επιχειρεί να περιορίσει επιλεκτικά έναν από τους παράγοντες κινδύνου και μάλιστα, χωρίς την συγκατάθεσή μας. Διότι υπάρχουν και άλλοι παράγοντες κινδύνου οι οποίοι αγνοούνται.

Γνωρίζω ότι το κάπνισμα είναι βλαβερό, όπως άλλωστε και το αλκοόλ, τα junk foods και πολλές άλλες ουσίες και προϊόντα, που απ’ όσο γνωρίζω δεν έχουν και ούτε προτίθεται να απαγορευθούν σε κανένα από τα «πολιτισμένα κράτη»

Ακούω καθημερινά ότι το κάπνισμα επιβαρύνει τα ασφαλιστικά ταμεία, όπως άλλωστε το κάνουν και η παχυσαρκία που κυρίως οφείλεται στην κακή διατροφή, οι καρκίνοι που σχετίζονται με την ρύπανση της ατμόσφαιρας και η κατάθλιψη που σχετίζεται με τον σύγχρονο τρόπο ζωής αλλά δεν έχω ακούσει ακόμα καμία πρόθεση από κανένα «σύγχρονο» κράτος για ουσιαστικό περιορισμό της ρύπανσης ή μέτρων περιορισμού του άγχους μας.

Αντίθετα, ακούω ότι τα ασφαλιστικά ταμεία σε όλα τα «πολιτισμένα» κράτη του κόσμου, υπέστησαν μεγάλες ζημιές, από τις τοποθετήσεις των διαθεσίμων κεφαλαίων τους σε χρηματοπιστωτικά προϊόντα φούσκες, ενώ κάποια από τα ταμεία αυτά κινδυνεύουν να καταρρεύσουν εξ’ αιτίας της αγοράς ομολόγων κάποιων προβληματικών κρατών, όπως η Ελλάδα. Αυτά φυσικά, θεωρούνται απλώς κακές επενδύσεις, άσχετα αν ζημίωσαν τα ταμεία όσο η νοσηλεία εκατομμυρίων εμφραγμάτων. Φυσικά, ούτε λόγος για απαγόρευση ή έλεγχο των προϊόντων αυτών, τα οποία, παρόλο που προκαλούν ζημίες, αυξάνουν τα bonus κάποιων golden boys και ημετέρων κουμπάρων οι οποίοι με μένος υπερασπίζονται την διαφύλαξη των οικονομικών των ταμείων από τους καπνιστές.

Γνωρίζω ότι το τσιγάρο κατηγορείται για αιφνίδιους θανάτους όπως άλλωστε και η οδήγηση στο Ελληνικό οδικό δίκτυο, το οποίο η πολιτεία αδυνατεί να βελτιώσει αλλά ούτε απαγορεύει την χρήση του καθ΄ όσον μαζεύονται χρήματα από τα διόδια και την φορολόγηση της βενζίνης.

Αναμφίβολα, το τσιγάρο είναι ένα επικίνδυνο προϊόν, όπως άλλωστε και η πώληση όπλων σε πολλές πολιτείες των φανατικά αντικαπνιστικών ΗΠΑ. Όμως είναι νόμιμο προϊόν και όπως σε όλα τα νόμιμα προϊόντα η πολιτεία ορίζει του κανόνες χρήσης τους και ο κατασκευαστής υποχρεούται να ενημερώσει τους καταναλωτές για τους κινδύνους και να αφήσει την αγορά στην κρίση τους.

Ειδικά στην Ελλάδα, όπου η πολιτεία δεν έχει κάνει τίποτα για την υγεία των πολιτών της, διατηρώντας ένα άθλιο σύστημα υγείας και αδιαφορώντας για οτιδήποτε τους βλάπτει, θεωρώ υποκριτικό το επιλεκτικό ενδιαφέρον κάποιων για το τσιγάρο. Απλά, η απαγόρευση του τσιγάρου, αφ’ ενός δεν κοστίζει τίποτα στο κράτος και αφ’ ετέρου, μας εκπαιδεύει στην εφαρμογή νόμων.

Μπορεί αυτά που γράφω να φαντάζουν σε πολλούς ως σοφιστείες και υπερβολές ενός «άρρωστου» που δεν θέλει να βρει την υγεία του. Αλλά εγώ, έτσι νοιώθω και θέλω να το μοιρασθώ.

Έχω βαρεθεί να πίνω το ποτό μου στο κρύο, παρέα με τα μανιτάρια υγραερίου. Έχω επιθυμήσει μια κρασοκατάνυξη σε ταβέρνα που την έχω κόψει γιατί δεν γουστάρω να βγαίνω κάθε λίγο έξω για να καπνίσω. Και αντίθετα με πολλούς άλλους, δεν μου αρέσει να καταστρατηγώ τον νόμο καπνίζοντας παράνομα μέσα στα μαγαζιά στα οποία απαγορεύεται.

Και για την ώρα, δεν θέλω να το κόψω. Τουλάχιστον για αυτόν τον λόγο.

Εκτός από τα παραπάνω, έχω βαρεθεί τις καθημερινές ανακοινώσεις για την ανάγκη αυστηρής επιβολής του νόμου και κυρίως, την συσχέτιση του καπνίσματος με τον πολιτισμό. Το τσιγάρο δεν είναι πολιτισμός, ενώ αντίθετα πολιτισμός είναι τα αντικαταθλιπτικά χάπια και η ψυχανάλυση, το stress και οι κρίσεις πανικού, τα hamburgers και τα συμπληρώματα διατροφής, η μοναξιά και το facebook.

Έχω βαρεθεί την υποκρισία των «επιστημόνων» και των κυβερνώντων που δεν αναδεικνύουν τις μελέτες που ενοχοποιούν δραστηριότητες με έντονο οικονομικό ενδιαφέρον (ρυπογόνες βιομηχανίες, κινητά τηλέφωνα κλπ) ενώ αντίθετα υποβαθμίζουν την σημαντικότητα αυτονόητων πρακτικών (μεσημεριανός ύπνος, μαγειρεμένο φαγητό κλπ) που είναι θετικές για την υγεία μας αλλά αν υιοθετηθούν θα πλήξουν την παραγωγικότητα των εργαζομένων.

Έχω βαρεθεί τις μονοδιάστατες στατιστικές που δεν συνυπολογίζουν ποτέ στους παράγοντες κινδύνου, καταστάσεις που προκαλούνται από την δομή της κοινωνίας μας, όπως το άγχος, η μοναξιά και η έλλειψη εκτόνωσης και έκφρασης

Τέλος, έχω βαρεθεί την προσπάθεια επιβολής ενός ενιαίου μοντέλου ζωής,
από την Νέα Υόρκη έως το μικρό χωριό της Αφρικής, που αγνοεί την παράδοση και την ταυτότητα των λαών και αδιαφορεί για τις επιθυμίες τους.
Ένα μοντέλο, που θεοποιεί την παραγωγικότητα και την κατανάλωση και προωθεί συγκεκριμένες συνήθειες και συμπεριφορές, στο όνομα της εκάστοτε αντίληψης των «ειδικών» περί υγείας και ευημερίας.

Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη επικριτές του ανήθικου και του ανθυγιεινού και αυτόκλητους σωτήρες της ψυχής και της υγείας. Η απαγόρευση του χοιρινού και του αλκοόλ στο Ισλάμ, του βοδινού από τους Ινδουιστές και των θαλασσινών από τους Εβραίους έγινε στο όνομα της προστασίας της υγείας των πιστών. Την ίδια υγεία που προστάτευε και η ποτοαπαγόρευση στις ΗΠΑ καθώς και η απαγόρευση των ερωτικών επαφών από την Χριστιανική εκκλησία. Πάντα οι ισχυροί, εκτός από τα συμφέροντά τους, προσπαθούσαν να επιβάλλουν την ταυτότητά τους στους αδυνάτους. Μάλλον, γιατί τα συμφέροντά τους ήταν προσαρμοσμένα στη ταυτότητά τους.

Αυτό που έλειπε πάντα από την ανθρωπότητα ήταν σεβασμός στην διαφορετικότητα και αποδοχή της ιδιαιτερότητας.

Αυτό ζητώ τώρα από την Ελληνική πολιτεία.

Αλληλεγγύη στους καπνιστές

Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

είμαστε χώρα αναπήρων ;

Το πρόβλημα των "μαϊμού" αναπηρικών συντάξεων στην χώρα μας, το είχα ξανακούσει. Αυτό που δεν είχα αντιληφθεί ήταν ή έκταση του φαινομένου και το οικονομικό του μέγεθος .
Λοιπόν, σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα στα ΝΕΑ, 350.000 συνπολίτες μας ή το 14,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας παίρνουν αναπηρική σύνταξη, ενώ ο μέσος όρος των αναπηρικών συντάξεων στα υπόλοιπα κράτη της ΕΕ δεν ξεπερνά το 8%.

Αν λάβουμε το 8% σαν βάση, μπορούμε εύκολα να εκτιμήσουμε ότι οι "μαϊμού" αναπηρικές συντάξεις στην Ελλάδα πρέπει να είναι περίπου 150.000, που ισοδυναμούν με το 6,5% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Αν υπολογίσουμε την μέση αναπηρική σύνταξη στα 517 ευρώ/ μήνα, το ετήσιο κόστος τους ανέρχεται στο ποσό των 1,1 δις ευρώ. δηλαδή περίπου τα μισά απο αυτά που εξοικονόμησε το κράτος κόβοντας τις συντάξεις των "κανονικών" συνταξιούχων. Αν δε, υπολογίσουμε ότι η μέση ηλικία συνταξιοδότησης στις αναπηρικές συντάξεις είναι κατά 10 χρόνια μικρότερη από αυτή των συντάξεων γήρατος, τότε το σύνολο των υπεξαιρέσεων από τα ασφαλιστικά ταμεία αγγίζει τα 11 δις ευρώ, δηλαδή όσα θα λείπουν απο τα ταμεία του κράτους το 2011 και για τα οποία θα φορολογηθούμε ανηλεώς.

Φυσικά, εκτός απο τους 150.000 "μαϊμού" αναπήρους στην κομπίνα εμπλέκονται γιατροί, δικηγόροι και υπάλληλοι των ασφαλιστικών ταμείων, οι οποίοι, σύμφωνα με το δημοσίευμα, ενθυλακώνουν απο 1.500 έως 7.000 ευρώ για να βγάλουν μιά τέτοια σύνταξη, δηλαδή έχουν μοιρασθεί περίπου 0,5 δις ευρώ από αυτή την κομπίνα.

Συμπερασματικά, 150.000 συνπολίτες μας, δηλαδή ένας στους 15 εργαζόμενους ή το 1,5% του πληθυσμού της χώρας ζεί λάθρα , ενώ 2-3.000 υπάλληλοι και παρατρεχάμενοι αυξάνουν τα εισοδήματά τους εις βάρος του δύσμοιρου αυτού κράτους, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η διαφθορά στην χώρα μας διαπερνά μεγάλο μέρος της κοινωνίας.

Επειδή τα μεγέθη είναι μεγάλα και τα λεφτά πολλά, αρχίζω να προβληματίζομαι μήπως ο Πάγκαλος είχε δίκιο.