Τρίτη 30 Νοεμβρίου 2010

συνωμοσίες

Επί της αρχής, δεν πιστεύω στην συνωμοσιολογία. Δέν πιστεύω δηλαδή, ότι κάποιοι συγκεκριμένοι άνθρωποι ή κέντρα εξουσίας σχεδιάζουν και υλοποιούν την τύχη της ανθρωπότητος. Αντίθετα πιστεύω ότι η ιστορία έχει τις δικές της ροπές, τις οποίες πολλές φορές κάποιοι άνθρωποι προσπάθησαν να επηρεάσουν, αλλά τελικά στην βάση της, η ιστορία παραμένει απρόβλεπτη και ανεξέλεκτη.

Παρ' όλα αυτά, πρέπει να ομολογήσω ότι κάποιες φορές η πεποίθηση μου αυτή κλονίζεται. Αναφέρομαι φυσικά, στις προχθεσινές αποκαλύψεις του Wikileak που περιλάμβαναν τα πάντα : κατασκοπία, παρακολουθήσεις, μυστικές συμφωνίες για επίθεση της Σ. Αραβίας στο Ιράν, μυστική υποστήριξη των Αμερικανών στους Κούρδους και των Τούρκων στην Αλ Κάϊντα κλπ.

Συνωμοσίες γινόταν και θα γίνονται, όπως και μυστικές συμφωνίες, στην προσπάθεια κάποιων να επιβάλουν την θέλησή τους στους άλλους. Από αυτό όμως, έως τον πλήρη έλεγχο της ανθρωπότητας από μια χούφτα ανθρώπων υπάρχει διαφορά.

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ποιόν δουλεύει;

Χθές το βράδυ, άκουσα με έκπληξη την καγγελάριο Αγγελα Μέρκελ να παροτρύνει τους Γερμανούς σε ομιλία της στην Γερμανική καγγελαρία, να αντιμετωπίσουν τα μέτρα που πρόκειται να τους επιβάλει με την "πειθαρχία και την σοβαρότητα των Ελλήνων" και αναρωτήθηκα ποιόν δουλεύει ; τους Γερμανούς ή εμάς ;

Γίναμε λοιπόν πρότυπο πειθαρχίας και σοβαρότητος για τους Γερμανούς ή κάτι δεν πάει καλά σε αυτόν τον κόσμο ; Μάλλον το δεύτερο.

Αυτό που μάλλον εννοούσε η κ.Μέρκελ είναι ότι θα ήθελε να αντιμετωπίσουν οι Γερμανοί τα νέα μέτρα χωρίς αντίδραση, όπως οι Ελληνες. Χωρίς φωνές, διαδηλώσεις και λοιπές εκδηλώσεις απειθαρχίας και ανυπακοής. Οπως οι Ελληνες.

Γιατί άραγε μας συμβαίνει αυτό ; Γιατί αντιμετωπίζουμε μιά τόσο δύσκολη κατάσταση, χωρίς σχεδόν καμμία αντίδραση ; Σάν Γερμανοί. Ενώ αντίθετα, οι Γερμανοί είναι έτοιμοι να αντιμετωπίσουν μιά λιγότερο δύσκολη κατάσταση σαν Ελληνες.

Μήπως νοιώθουμε συνυπεύθυνοι και άρα συνένοχοι (όπως λέει ο Πάγκαλος) ή μήπως χάσαμε κάθε ελπίδα για να αλλάξει αυτή η χώρα ; Δεν νομίζω, γιατί ακόμα και να ίσχυε κάποιο απο τα δύο, ο Ελληνας πάλι θα αντιδρούσε, γιατί είναι θρασύς.

Αυτό που νομίζω ότι ισχύει είναι ότι οι Ελληνες έχουμε πια τόσο πολύ απογοητευθεί και σιχαθεί, που απλά δεν θέλουμε να ασχοληθούμε για να βρούμε μια συλλογική λύση. Και κάνουμε αυτό που ξέρουμε πολύ καλά να κάνουμε. Ψάχνουμε για την λύση, ο κάθε ένας μόνος του. Ο κάθε ένας την δική του λύση στις νέες συνθήκες της ζωής του. Και όταν την βρούμε, τότε θα ξανασυζητήσουμε συλλογικά. Τώρα γλύφουμε τις πληγές μας και προετοιμαζόμαστε, ο κάθε ένας χωριστά, για την επόμενη φάση.

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

καλώς ήρθατε στο club

Καλωσορίζω τους φίλους Ιρλανδούς στο club των ΔΝΤ-πληκτων και τροϊκανοφάγων. Καλωσορίζω τους συνοδοιπόρους στην ομάδα των piigs και συναγωνιστές στην προσπάθεια αποφυγής της εξαθλίωσης .

Μαζί οικοδομήσαμε το όνειρο της ανάπτυξης της ευρωπαϊκής περιφέρειας και μαζί βλαστημήσαμε την ανυπαρξία αλληλεγγύης στο ευρωπαϊκό ιδεώδες. Μαζί χαρήκαμε την είσοδό μας στο club των ισχυρών και μαζί καταραστήκαμε την βύθιση μας στη δύνη της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας των αγορών. Μαζί αυξήσαμε τα ελλείματα και τα χρέη μας στον βωμό της ενίσχυσης της γερμανικής βιομηχανίας που μας προσέδιδε μια πλασματική ευημερία.

Και μάλλον, μαζί τα φάγαμε, όπως λένε οι σοφοί.

Μην ανησυχείτε όμως γιατί δεν είμαστε μόνοι. Σήμερα δυό, αύριο τρείς, στο μέλλον χίλιοι δεκατρείς. Το σημαντικό είναι ότι φτιάξαμε club και έτσι ίσως εισακουσθεί το κλάμα μας, εκεί μακρυά στις αγορές και συγκινηθούν να δώσουν μιά συλλογική λύση, μήπως και αρχίσουμε και ξανα-αγοράζουμε. Γιατί τι θα κάνουν χωρίς ιθαγενείς και μάλιστα νεόπλουτους ιθαγενείς που αγόραζαν τις χάντρες σε καλές τιμές.

Το μόνο που με φοβίζει είναι μήπως οι ιαχές δικαίωσης αυτών που πιστεύουν ότι για όλα φταίνε οι ξένοι και ντόπιοι δυνάστες μας, επικαλύψουν το κλάμα μας και μείνουμε χωρίς χάντρες. Γιατί δυστυχώς, όπως αυτοί χρειάζονται τους ιθαγενείς, εμείς χρειαζόμαστε τις χάντρες.
Τουλάχιστον, μέχρι να γίνουμε πολλοί.

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

το διακύβευμα των εκλογών

Ο πρωθυπουργός μας, προσπάθησε πριν από μερικές ημέρες, να μας πείσει με το διάγγελμά του ότι, ο μόνος τρόπος για να βγει η χώρα από την οικονομική κρίση είναι η εφαρμογή των πολιτικών της κυβέρνησής του, οι οποίες έχουν σαν στόχο την επίτευξη των δεικτών που μας υπαγόρευσε η τρόικα με το «μνημόνιο». Ζήτησε δε από τον Ελληνικό λαό, να επικυρώσει τις πολιτικές αυτές, ψηφίζοντας τους συνδυασμούς που υποστηρίζει το ΠΑΣΟΚ. Σε αντίθετη περίπτωση, θα εκλάβει το αποτέλεσμα των αυτοδιοικητικών εκλογών σαν απόρριψη των πολιτικών του και θα ζητήσει εθνικές εκλογές.

Το δίλημμα Παπανδρέου, περιέχει ένα παράδοξο και δύο παραδοχές με τα οποία δεν είναι ανάγκη να συμφωνούν οι Έλληνες. Το παράδοξο είναι ότι οι Έλληνες που συμφωνούν με το μνημόνιο και τον τρόπο εφαρμογής του από την κυβέρνηση Παπανδρέου, θα πρέπει να το αποδείξουν ψηφίζοντας υποψήφιους που ίσως θεωρούν ανίκανους. Η 1η παραδοχή είναι ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης του θα οδηγήσουν στην επίτευξη των στόχων του μνημονίου, που μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται, ενώ η 2η παραδοχή είναι ότι το μνημόνιο θα οδηγήσει στην έξοδο της χώρας από την κρίση, που μέχρι στιγμής, επίσης δεν φαίνεται να επιτυγχάνεται.

Επειδή οι περισσότεροι Έλληνες μάλλον δεν συμφωνούν με το παράδοξο και τις παραδοχές του Γιώργου Παπανδρέου, το βράδυ των εκλογών θα ζήσουμε την εμπειρία των ατέλειωτων συζητήσεων για τον νικητή και το μήνυμα των εκλογών. Θα απολαύσουμε πολιτικούς και δημοσιογράφους να λενε ανείπωτες βλακείες στην προσπάθειά τους να ερμηνεύουν τα αποτελέσματα όπως τους συμφέρει.

Παράλληλα με τον Γιωργάκη και ο έτερος «αρχηγός» βάζει στον Ελληνικό λαό ένα δίλημμα, το αντίστροφο από αυτό του Παπανδρέου. Ο Σαμαράς υποστηρίζει ότι το μνημόνιο δεν ήταν απαραίτητο αλλά δρομολογήθηκε από τον Γιωργάκη, επειδή δεν έβρισκε άλλο τρόπο να περάσει τις αλλαγές που ήθελε. Επίσης, τον κατηγορεί ότι αντί να δανεισθεί έγκαιρα, ανέβασε τα spreads με τις δηλώσεις του, ενώ αυτός θα χειριζόταν καλύτερα την κατάσταση και θα εξοικονομούσε λεφτά χωρίς την ανάγκη μνημονίου και τρόικας..

Το δίλημμα Σαμαρά περιέχει επίσης ένα παράδοξο και δύο παραδοχές με τα οποία, επίσης δεν είναι ανάγκη να συμφωνούν οι Έλληνες. Το παράδοξο είναι ότι ενώ έχει τον τρόπο να σώσει την χώρα από την κρίση, δεν ζητάει εκλογές για να τον εφαρμόσει. Η 1η παραδοχή είναι ότι είναι εναντίον του μνημονίου, παρ’ όλο πού επανειλημμένα έχει δηλώσει, ότι αν στην βουλή απαιτούταν απόλυτη πλειοψηφία θα ψήφιζε υπέρ του μνημονίου ενώ μόλις πριν λίγες ημέρες δήλωνε στην σύνοδο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού κόμματος ότι η ΝΔ στήριξε τις διαρθρωτικές αλλαγές που απαιτούνται για να βγει η χώρα από τη κρίση. Η 2η παραδοχή είναι ότι αυτός έχει το τρόπο, να βγάλει την χώρα από την κρίση μέσα σε έναν χρόνο, χωρίς νέα μέτρα, άποψη που παραπέμπει στην σφαίρα της μεταφυσικής.

Οι δύο μονομάχοι βάζουν τους Έλληνες ανάμεσα σε δύο διλήμματα. «Εγώ ή το χάος» λέει ο Γιώργος και «εγώ ή το μνημόνιο του άλλου» λέει ο Αντώνης. Αυτό που δεν λέει κανένας από τους δύο είναι ότι οι Έλληνες δεν τους εμπιστεύονται πια.

Δεν εμπιστεύονται τον Γιώργο Παπανδρέου επειδή προέρχεται από το κόμμα με την μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάσταση της χώρας, το κόμμα που γιγάντωσε τον δημόσιο τομέα και εξέθρεψε τις πελατειακές σχέσεις, ανέχθηκε την φοροδιαφυγή και υπέθαλψε την διαφθορά. Το κόμμα, που αδιαφόρησε για την μείωση της παραγωγής και προέτρεψε τους Έλληνες στην λάθρα ζωή των δανεικών και των γιαλαντζί επιχορηγήσεων. Και ενώ του δόθηκε πριν από έναν χρόνο, η ευκαιρία να δείξει αν είναι διαφορετικός αυτός προτίμησε να περικόψει μισθούς και συντάξεις ενώ δεν τόλμησε να αντιμετωπίσει την φοροδιαφυγή και την διαφθορά και φοβήθηκε να περιορίσει τον υπέρογκο δημόσιο τομέα.

Επίσης, δεν εμπιστεύονται τον Αντώνη Σαμαρά, όταν μόλις πριν έναν χρόνο το κόμμα του ολοκλήρωνε την καταστροφή των δημοσιονομικών της χώρας, ενώ είχε ψηφισθεί για εξυγιάνει την κατάσταση. Το κόμμα, που ενώ επικαλούταν ότι θα μεταρρυθμίσει το διεφθαρμένο κράτος, ενίσχυσε με εκπληκτική ακρίβεια όλα τα φαινόμενα που κατέκρινε. Και ενώ του δόθηκε και αυτού, η ευκαιρία να δείξει αν είναι διαφορετικός, αυτός επανέλαβε την κλασική συνταγή του λαϊκισμού και της στείρας αντιπολίτευσης.

Και παρόλο που και οι δύο ευαγγελίζονται ότι είναι «νέοι ηγέτες» των κομμάτων τους, με νέες ιδέες και άλλες αντιλήψεις, αποδεικνύουν κάθε μέρα ότι είναι συνέχεια των προηγούμενων και αυτά τα δύο κόμματα δεν πρόκειται να αλλάξουν ποτέ. Απλά, όταν ζορίζονται αντικαθιστούν τον αρχηγό και τα 3-4 πιό προβεβλημένα στελέχη ενώ παραμένουν ίδιοι, όλοι οι παρατρεχάμενοι στα υπουργεία, στους οργανισμούς, στις ΔΕΚΟ και στις επιχειρήσεις που συνεργάζονται, δηλαδή όλοι όσοι διαχειρίζονται και ασκούν την εξουσία.

Αυτό που με ενοχλεί πιο πολύ από όλα, είναι ότι και οι δύο κάνουν μια 3η παραδοχή, την πιο εκνευριστική από όλες. Συνεχίζουν να είναι σίγουροι ότι θα ψηφισθούν οι υποψήφιοί του ενός από τα δύο αυτά κόμματα και όχι κάποιου άλλου. Είναι απόλυτα σίγουροι ότι οι Έλληνες ξεχνάνε γρήγορα, πείθονται εύκολα και φοβούνται να απομακρυνθούνε από αυτά τα δύο κόμματα. Με ενοχλεί δε, γιατί φοβάμαι ότι έχουν δίκιο.

Για μένα, το διακύβευμα αυτών των εκλογών είναι ή καταψήφιση των υποψηφίων και των υποψηφίων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, στέλνοντας το μήνυμα ότι οι Έλληνες επιτέλους άρχισαν να αποκτούν πολιτική ωριμότητα.

Στην σημερινή συγκυρία έχει μεγαλύτερη σημασία να απεμπλακούν οι Έλληνες από τα κόμματα που έφεραν την χώρα σε αυτό το χάλι, παρά να συμφωνούνε απόλυτα με την πολιτική αντίληψη αυτών που θα ψηφίσουν.
Σε κάθε περίπτωση, το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ μας έχουν αποδείξει ότι ούτε ιδεολογία έχουν, ούτε συνέπεια διαθέτουν.

Γιαυτό λοιπόν, προτείνω όταν μπούμε στην κάλπη να πετάξουμε τα ψηφοδέλτια των υποψηφίων που υποστηρίζονται από το ΠΑΣΟΚ και την ΝΔ και να διαλέξουμε από τα υπόλοιπα ψηφοδέλτια τον (πραγματικά) ανεξάρτητο υποψήφιο ή τον υποψήφιο του μικρού κόμματος που πιστεύουμε ότι είναι πιο κοντά σε εμάς.

Ας κάνουμε για μια φορά την υπέρβασή μας. Νομίζετε ότι έχουμε να χάσουμε τίποτα ?

Παρασκευή 5 Νοεμβρίου 2010

ο Επαμεινώνδας

Ο Επαμεινώνδας είναι φίλος μου.

Γνωριστήκαμε πριν από 25 περίπου χρόνια, την περίοδο που ήμασταν φοιτητές και έχουμε μοιρασθεί ατέλειωτες ώρες συζητήσεων, ξενυχτιών και μπεκροκατανύξεων. Τα  τελευταία χρόνια βλεπόμαστε λιγότερο συχνά αλλά διατηρούμε ακόμα στις επαφές μας, ένα μέρος της ζωντάνιας των φοιτητικών μας χρόνων.

Ο Επαμεινώνδας είναι Πόντιος με όλα τα θετικά και αρνητικά που αυτό σημαίνει, με κυριότερο την ισχυρογνωμοσύνη. Οποίος προσπάθησε να αλλάξει γνώμη σε έναν Πόντιο, καταλαβαίνει για τι μιλάω.

Ο Επαμεινώνδας είναι αριστερός και κατάγεται από αριστερή οικογένεια με συμμετοχή στον εμφύλιο και σωρεία φυλακίσεων, διώξεων και  αποκλεισμών στις περγαμηνές της. Ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα  κατάφερε, παρ ’όλες τις διώξεις, να ζήσει αξιοπρεπώς την οικογένεια του Επαμεινώνδα, κάνοντας τον εργολάβο οικοδομών σε 2-3 πόλεις της Ελλάδος που αναγκάσθηκε να μετακομίσει.

Ο Επαμεινώνδας σπούδασε οικονομικά, έκανε μάλιστα και μεταπτυχιακά στην Γαλλία, πάνω στην μακροοικονομία. Μετά το τέλος της στρατιωτικής του θητείας, άνοιξε ένα λογιστικό γραφείο το οποίο αναπτύχθηκε και σήμερα  απασχολεί 7 άτομα.

Ο Επαμεινώνδας έχει ένα μεγάλο πρόβλημα. Δεν γουστάρει τους δημοσίους υπαλλήλους και έχει μεγάλο κόλλημα με αυτό. Τους κατηγορεί, όπου βρεθεί και όπου σταθεί, ενώ ψάχνει συνέχεια για δημοσιεύματα, στοιχεία και περιστατικά που θα τον βοηθήσουν στην επιχειρηματολογία του.  

« στην οικογένειά μου, εδώ και 3 τρεις γενεές  δε είχαμε κανέναν δημόσιο υπάλληλο» λέει συχνά με υπερηφάνεια. «ο τελευταίος δημόσιος υπάλληλος που είχαμε, ήταν ο αδελφός του παππού μου, που ήταν υπάλληλος στην Bank Ottoman στην Τραπεζούντα»

Το κόλλημα του αυτό, ίσως σχετίζεται με τις άλλες δύο ιδιότητες του, Πόντιος και αριστερός, οι οποίες απέκλειαν την οικογένεια του από το δημόσιο, καθώς ούτε μπάρμπα από την Κορώνη είχε, λόγω προσφυγικής καταγωγής, ούτε  «καθαρό» πρόσωπο για την Ελληνική διοίκηση εκείνων των χρόνων. Μπορεί επίσης να σχετίζεται και με την Άννα, νεαρή υπάλληλο της εφορείας, μεγάλο έρωτα του Επαμεινώνδα  προ 20-ετίας, η οποία όμως τον παράτησε για κάποιον άλλο, δημόσιο υπάλληλο και αυτόν, επειδή της προσέφερε μεγαλύτερη ασφάλεια, σαν πιθανός μελλοντικός σύζυγος.

Το κόλλημα του αυτό, του δημιούργησε πολλά προβλήματα σε όλους τους τομείς της ζωής του, ξεκινώντας από τον επαγγελματικό όπου μόνιμα μαλώνει και κακοκαρδίζει τους υπάλληλους των Εφορειών, με τους οποίους, λόγω δουλειάς, συναλλάσσεται καθημερινά. Παρ’ όλα αυτά, πάντα βρίσκει τον τρόπο να κάνει τις δουλειές του σωστά, χωρίς να χρειασθεί να λαδώσει η να υποχρεωθεί σε κανέναν, όπως χαρακτηριστικά υπερηφανεύεται.

Στον προσωπικό του τομέα, ο Επαμεινώνδας μάλωσε σταδιακά με όλους τους φίλους του που έγιναν δημόσιοι υπάλληλοι, μάλλον γιατί κάπου μέσα του ένοιωσε ότι τον πρόδωσαν και προσχώρησαν στο εχθρό. Ανέχεται μόνο έναν, τον Χάρη, γιατρό του ΕΣΥ, ίσως  γιατί αυτός τον αγαπά πολύ και καταπίνει συχνά τις πομπώδεις κατηγορίες του.

Η πρώην γυναίκα του, Ελσα, δικηγόρος στο επάγγελμα δεν είχε αυτό το κουσούρι όταν γνωρίσθηκαν, αλλά το απέκτησε μετά την γέννηση του δεύτερου παιδιού τους, όταν διορίσθηκε νομικός σύμβουλος στο ΙΚΑ χωρίς να τον ρωτήσει, γιατί  ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να μεγαλώσει τα παιδιά τους με τα εξαντλητικά ωράρια του ελεύθερου επαγγελματία. Και ο πόλεμος ξεκίνησε.  Ο Επαμεινώνδας αρνήθηκε να γνωρίσει τους καινούργιους της συναδέλφους και φρόντιζε να λείπει εκτός πόλης, κάθε φορά που υπήρχε κάποια εκδήλωση ή γιορτή στην οποία έπρεπε να παραστεί σαν σύζυγός της. Αλίμονο στον συνάδελφό της, που μπορεί να συναντούσαν τυχαία σε κάποιο bar η ταβέρνα και είχε το θράσος να έρθει να καθίσει μαζί τους. Εκτός από  αυτά, η καημένη η Ελσα, υπέμενε καθημερινή κριτική, υπονοούμενα ακόμα και προσωπικές προσβολές για την επαγγελματική της οντότητα. Ώσπου μια μέρα δεν άντεξε, τον διαολόστεισε και έφυγε με τα παιδιά. Από την ημέρα που σταμάτησε να κοιμάται με τον εχθρό, ο Επαμεινώνδας ηρέμησε και σταδιακά η σχέση τους βελτιώθηκε σημαντικά. Σημαντικά αλλά όχι πλήρως. Τις προάλλες, όταν η Ελσα, είπε μπροστά του, στον μεγάλο τους γιο, να δώσει εξετάσεις για ένα δίπλωμα υπολογιστών επειδή μετράει στο ΑΣΕΠ, έγινε έξαλλος.  Άρχισε να της φωνάζει ότι διαπαιδαγωγεί λάθος τα παιδιά και ότι ο ίδιος θα θεωρήσει  προσωπική του αποτυχία σαν πατέρας, αν ένα από τα παιδιά του γίνει δημόσιος υπάλληλος. Αυτό έλειπε, να μεγαλώνουμε τον διάβολο στο ίδιο μας το σπίτι.

Εκεί όμως που έχει το μεγαλύτερο πρόβλημα, είναι με την πολιτική του  ταυτότητα.
«πώς είναι δυνατόν ρε Νώντα, να λες ότι είσαι αριστερός, όταν θέλεις να απολυθούν οι μισοί δημόσιοι υπάλληλοι και όσοι μείνουν να δουλεύουν σαν σκυλιά» τον ρωτάνε συχνά. « δεν ξέρεις, ότι τα κόμματα της Αριστεράς υποστήριζαν πάντα, τα δικαιώματα των δημοσίων υπαλλήλων, τις νέες προσλήψεις και πρωτοστατούσαν στις κινητοποιήσεις τους. Πώς μπορεί, εσύ αριστερός, να είσαι εναντίον εργαζομένων»

Τα πρώτα χρόνια, ο Επαμεινώνδας μπλόκαρε γιατί αντιλαμβανόταν ότι ένας από τους στόχους του μετασχηματισμού της κοινωνίας προς το σοσιαλισμό είναι η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής και άρα η μετατροπή των περισσότερων πολιτών σε δημοσίους υπαλλήλους. Ο εχθρός, πάλι στο σπίτι μας.

Και έτσι ο Επαμεινώνδας, ανακάλυψε την ανανεωτική αριστερά, που δεχόταν την ιδιωτική πρωτοβουλία και κριτίκαρε  έντονα την  γραφειοκρατία και την αναποτελεσματικότητα που δημιούργησε στην Σοβιετική Ένωση, η κρατιστική αντίληψη. «Ας μην μιλήσουμε και για την έλλειψη δημοκρατίας στην οποία οδήγησαν την Σοβιετική Ένωση, οι ανάλγητοι ανώτατοι κρατικοί υπάλληλοι πού έκαναν κατάχρηση εξουσίας, όπως όλοι οι ανώτατοι δημόσιοι υπάλληλοι σε όλον τον κόσμο», έλεγε ο Νώντας.

Έτσι, ο Επαμεινώνδας δημιούργησε σιγά-σιγά την επιχειρηματολογία του.
«η δημοκρατία, που είναι προϋπόθεση για τον σοσιαλισμό, προβλέπει όλοι οι πολίτες να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι  στο κράτος» υποστηρίζει ο Νώντας και συνεχίζει λέγοντας ότι «αυτό καταστρατηγείται με τους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι έχουν προνομιακή αντιμετώπιση σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους πολίτες. Έχουν μονιμότητα στην εργασία τους, χωρίς αξιολόγηση και καμία επίπτωση όσο αντιπαραγωγικοί και αν είναι. Έχουν πολλαπλάσια εργασιακά δικαιώματα (αργίες, γονικές άδειες, αμετάθετο, ωράρια κλπ) και υψηλότερες αμοιβές από τους αντίστοιχους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, ειδικότερα στις χαμηλότερες βαθμίδες» και συνεχίζει «ακόμα και αν, μέσα από αγώνες, καταφέρναμε να αυξήσουμε τα δικαιώματα των ιδιωτικών υπαλλήλων, οι δημόσιοι υπάλληλοι θα κατάφερναν πάλι υψηλότερα, καθόσον οι πελατειακές σχέσεις στην χώρα μας ευνοούν ιδιαίτερα τα συνδικαλιστικά τους όργανα».

Αν δε, τον ρωτήσεις για την μόνιμη υποστήριξη τους από την αριστερά, απαντά ότι «θεωρεί λάθος την άκριτη υποστήριξη τους από ην αριστερά, καθώς προστατεύεται μια ομάδα εργαζομένων, που αφ’ ενός έχουν προνόμια τα οποία δεν ανταποδίδουν στο κοινωνικό σύνολο και αφ’ ετέρου συντηρούν ένα σύστημα που ευνοεί τη διαφθορά, την αναξιοκρατία και την ατιμωρησία, χαρακτηριστικά καθόλου αριστερά».

Τον τελευταίο καιρό, ο Επαμεινώνδας είχε βρει την χαρά του καθώς τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας έχουν στρέψει και άλλους ανθρώπους εναντίον των δημοσίων υπαλλήλων. Τα συνεχή δημοσιεύματα για τα ρετιρέ του δημοσίου, για την διαφθορά και την αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, που ευθύνονται εν μέρει για την κατάντια της χώρας, τον έκαναν να νοιώθει δικαιωμένος.

«εγώ τα έλεγα τόσα χρόνια και εσείς μου λέγατε ότι είμαι υπερβολικός» έλεγε και ξανάλεγε κάθε φορά που βρισκόμασταν. Και όλος περηφάνια άρχιζε να περιγράφει τι διάβασε στο τάδε περιοδικό ή στο δείνα site ή blog, που επιβεβαίωνε για άλλη μια φορά ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι «κοπρόσκυλα».

Όμως η ζωή έχει τους δικούς της κανόνες και αυτό δεν απετέλεσε εξαίρεση για τον Επαμεινώνδα.

Ήταν μία Τρίτη βράδυ και έβλεπα Λαζόπουλο, όταν με πήρε τηλέφωνο. «θέλω να τα πούμε» μου ζήτησε. «είμαι μπερδεμένος, για πρώτη φορά στην ζωή μου». Ακουγόταν σοβαρό και έτσι αποφάσισα να αφήσω τον Λαζόπουλο στην μέση και να πάω να τον συναντήσω στο μπαράκι που μου πρότεινε.

«Φίλε δεν ξέρω τι μου συμβαίνει, είμαι ερωτευμένος με μία δημόσιο υπάλληλο»  μου είπε κατευθείαν μόλις κάθισα. Ωχ την καημένη, σκέφτηκα. «αλλά αυτή την φορά, δεν με νοιάζει» συμπλήρωσε με νόημα. «και όχι μόνο δεν με νοιάζει αλλά έχω αρχίσει να τους βλέπω με συμπάθεια»

Τον κοίταζα σκεφτικός και αναρωτιόμουν πώς έγινε αυτό.
«κοίτα» μου λεει, «την γνώρισα στον ΟΑΕΔ, που είχα πάει για κάποιο πρόγραμμα επιχορήγησης ασφαλιστικών εισφορών, ενός πελάτη μου. Δεν είχε κόσμο και πήγα κατευθείαν στο πρώτο γκισέ, που ήταν αυτή».

«καλημέρα σας κύριε, πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω ?» με ρώτησε χαμογελώντας. «Δεν μασάω με ευγένειες, κοπρόσκυλο», λεω μέσα μου. Της εξηγώ τι θέλω με αυστηρό ύφος και ενώ περίμενα να αρχίσει τις διευκρινιστικές ερωτήσεις και να μου απαριθμεί τα χαρτιά που απαιτούνται λέγοντάς μου πόσο θα καθυστερήσει, μου λεει «μην ανησυχείτε κύριε, θα το τακτοποιήσω εγώ, το μόνο που θέλω είναι να μου πείτε το ΑΦΜ της επιχείρησης. Μέχρι αύριο θα είναι έτοιμο»  

«Και ενώ είχα πάει προετοιμασμένος για καυγά, φεύγω απορημένος αλλά σίγουρος ότι δεν θα γίνει τίποτα τελικά. Και ενώ  δεν έχω φτάσει καλά-καλά στο γραφείο, χτυπάει το τηλέφωνο και ακούω με έκπληξη την υπάλληλο του ΟΑΕΔ και με ενημερώνει ότι τα χαρτιά είναι έτοιμα και να με ρωτάει αν θέλω να μου τα στείλει με e-mail» .

Ο Επαμεινώνδας τρελάθηκε. Κλονιζόταν η θεωρεία του, ότι όλοι «χαλάνε» μετά από λίγα χρόνια.  «πρώτη φορά μου συμβαίνει αυτό στα 25 χρόνια συνεργασίας με το δημόσιο. Άμεση εξυπηρέτηση ? αποστολή με e-mail ? τηλέφωνο στο γραφείο ? και όλα με ευγένεια ?»

Και έτσι ο Επαμεινώνδας αποφάσισε να την γνωρίσει καλύτερα και να διερευνήσει γιατί . Ξαναπάει λοιπόν σε λίγες ημέρες, στον ΟΑΕΔ δήθεν για μία υπόθεση του και της πιάνει κουβέντα. Μαθαίνει ότι είναι 15 χρόνια στο δημόσιο, χωρισμένη με δύο παιδιά και της ζητάει να βγούνε. Αυτή δέχεται. Στην πρώτη έξοδο, ανακάλυψε γιατί η Νάνσυ, έτσι την λένε, είναι διαφορετική. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αυστραλία και γύρισε στην Ελλάδα μετά τις σπουδές της στα οικονομικά. Ναι, αλλά τα 15 χρόνια στο δημόσιο, πώς δεν την χάλασαν ?

Στο δεύτερο ραντεβού, διαπίστωσε ότι την βρίσκει όμορφη, ιδιαίτερα όταν άρχισε η ίδια να κριτικάρει την δημόσια διοίκηση με τα δικά του επιχειρήματα.
Όταν δε του είπε « μερικές φορές η συμπεριφορά κάποιων συναδέλφων μου, με κάνει να ντρέπομαι που είμαι δημόσιος υπάλληλος», ο Επαμεινώνδας έπεσε. 

Και έτσι, ο Επαμεινώνδας άρχισε σιγά-σιγά να μαλακώνει. Σταμάτησε τις μόνιμες χριστοπαναγίες για τους δημοσίους υπαλλήλους, άρχισε να θεωρεί ότι κάποια από τα αιτήματά τους μπορεί να είναι δίκαια, έφτασε δε στο σημείο, όχι μόνο να βγει ένα βράδυ με κάποιους συναδέλφους της Νάνσυ αλλά πει ότι πέρασε και καλά. 

Όταν δε κάποια ημέρα, του είπα ότι το κάθε κάστρο χρειάζεται τον κατάλληλο δούρειο ίππο για να αλωθεί, συμφώνησε χαμογελώντας.