
Σύμφωνα με πρόσφατες γενετικές μελέτες, η περιοχή
κατοικήθηκε για πρώτη φορά πριν από 20.000 χρόνια από ανθρώπους που
ήρθαν από την Μέση Ανατολή (γενετικός δείκτης Μ170) και στην συνέχεια
επεκτάθηκαν από την Ελληνική χερσόνησο προς τις Δαλματικές ακτές και την Ιταλική χερσόνησο. Ο Μεσογειακός αυτός πληθυσμός δημιούργησε τον πρώτο
πολιτισμό της περιοχής, αναπτύσσοντας την γεωργία, την γραφή και την
μεταλλουργία. Οι αρχαίοι Έλληνες (Όμηρος, Ηρόδοτος κλπ) ονόμαζαν τους πρώτους αυτούς
κατοίκους της περιοχής του Αιγαίου με το γενικό όνομα Πελασγοί, ενώ σήμερα οι ιστορικοί τους αποκαλούν Προ ή Πρώτο-Έλληνες.

Αρκετοί ιστορικοί πιστεύουν ότι ο Πελασγικός
πολιτισμός ήταν σημαντικότερος από ότι πιστεύουμε σήμερα, καθώς είχε δημιουργήσει
επιτεύγματα (γεωργία, γραφή κλπ) πολύ πριν την κάθοδο των Ινδοευρωπαϊκών φύλων
(Αχαιοί, Ίωνες, Αιολείς, Δωριείς) οι οποίοι απλά είχαν πιο εξελιγμένα όπλα και
μεταφορικά μέσα (άλογο, άρμα). Αντίστοιχα, είναι γνωστοί οι προ- ινδοευρωπαϊκοί
πολιτισμοί που είχαν αναπτυχθεί στις Δαλματικές ακτές (Ιλλυριοί), στην Ιταλική χερσόνησο
(Τυρρηνοί- Ετρούσκοι) και στην Βόρεια Ιβηρική χερσόνησο (Βάσκοι-Euskandunak), ενώ δεν
αποκλείεται να είχαν αναπτυχθεί και αλλού και να ενσωματώθηκαν στους
Ινδοευρωπαίους χωρίς ιστορικές αναφορές.
Η μετακίνηση
των Ινδοευρωπαίων από τις στέπες βόρεια της Μαύρης θάλασσας (σημερινή
Ουκρανία) προς στην Ανατολική Ευρώπη και στην συνέχεια προς την Βαλκανική
επέφερε ανακατατάξεις στους πελασγικούς λαούς της περιοχής, οι οποίοι είχαν ήδη
αναπτύξει πολιτισμό. Η πρώτη εγκατάσταση των Ινδοευρωπαίων πραγματοποιείται
στην Πελαγονία (Βόρεια Μακεδονία) περί το 2500 π.Χ. και από εκεί ξεκινούν την
κάθοδό τους προς τον Ελλαδικό χώρο.

Ακολούθησαν οι Ίωνες, οι οποίοι αρχικά εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Πελοπόννησο και
την Αττική και οι Αιολείς που
εγκαταστάθηκαν στην Θεσσαλία. Το κενό της μετακίνησης των φύλων αυτών από την Πελαγονία,
κάλυψαν άλλα Ινδοευρωπαϊκά φύλα με συγγενή γλώσσα, ήθη και έθιμα, τα οποία εγκαταστάθηκαν
στις περιοχές που εγκαταλείφθηκαν στην Βόρεια Βαλκανική , με πρώτους τους
Φρύγες (1.800 π.Χ.) και στην συνέχεια τους
Θράκες (1.500 π.Χ.), οι οποίοι απώθησαν τους Φρύγες στην Δυτική Μικρά
Ασία και κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του Βόρειου Ελλαδικού χώρου.
Οι Μυκηναίοι-Αχαιοί
εξαπλώθηκαν έως το 1.450 στην Κρήτη και στα νησιά του Αιγαίου εκτοπίζοντας τους
έως τότε κυρίαρχους «Μινωίτες» από τους οποίους επηρεάσθηκαν στην αρχιτεκτονική
και έως το 1.300 π.Χ. επεκτάθηκαν στην δυτική Μικρά Ασία, όπου αναφέρονται σε
γραπτές πηγές των Χετταίων ως υπολογίσιμη ναυτική δύναμη με το όνομα Αχιγιάβα. Η ναυτική τους υπεροχή και η
επιθυμία τους για εκμετάλλευση των γεωργικών και αλιευτικών προϊόντων του
Ευξείνου Πόντου, οδηγούν τους Μυκηναίους στην πρώτη οργανωμένη εκστρατεία για την
κατάκτηση της Δυτικής Μικράς Ασίας (Τρωικοί πόλεμοι) περί το 1.200 π.Χ. Η Τροία
πέφτει και οι Τρώες εξανδραποδίζονται. Ο εποικισμός της Μικράς Ασίας δεν έχει
πλέον εμπόδια.
Όμως, θα χρειασθεί να αναβληθεί για τουλάχιστον 100
χρόνια καθώς την περίοδο αυτή ξεκινάει η πρώτη καταγεγραμμένη μετανάστευση λαών,
η οποία διαπερνά την Μικρά Ασία και είναι γνωστή στην ιστορία ως η εισβολή των λαών της θάλασσας. Η
μετανάστευση αυτή, πραγματοποιείται από διάφορα Ινδοευρωπαϊκά φύλα τα οποία
επιχειρούν, στις αρχές του 12ου π.Χ. αιώνα, κάθοδο από την ΝΑ Ευρώπη μέσω της
Μ.Ασίας και της θάλασσας, με σκοπό να καταλάβουν και να εποικίσουν το
πλουσιότερο κράτος της εποχής, την Αίγυπτο. Το εγχείρημα δεν επιτυγχάνει καθώς
οι λαοί της θάλασσας κατατροπώνονται από τους Αιγυπτίους το 1186 π.Χ. στο δέλτα
του Νείλου και χάνονται από την ιστορία. Ποιοί ήταν οι λαοί της θάλασσας
παραμένει άγνωστο. Οι περισσότεροι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήταν Ινδοευρωπαϊκά
φύλα, ενώ κάποιοι υποστηρίζουν ότι ίσως ήταν οι Μυκηναίοι-Αχαιοί , που μετά την
καταστροφή της Τροίας, ένοιωσαν τόσο ισχυροί που οργάνωσαν τους υπόλοιπους
Μεσογειακούς λαούς (Ετρούσκους, Τυρρηνούς, Κάρες κλπ) και επιτέθηκαν στην
υπερδύναμη της εποχής, την Αίγυπτο. Το σίγουρο είναι ότι η κάθοδος των λαών της
θάλασσας δεν άφησε ανεπηρέαστη την Ελλάδα, καθώς ο Μυκηναϊκός πολιτισμός παρακμάζει την ίδια περίοδο με έντονα ίχνη
καταστροφής.


Πιο συγκεκριμένα, ο πληθυσμός των Ελλήνων κατά
τον 4ο π.Χ. αιώνα σε όλες τις περιοχές επικυριαρχίας τους, από την
Νότιο Ιταλία έως τον Πόντο εκτιμάται στα 10 εκατ., σημαντικά αυξημένος σε σχέση
με την περίοδο πριν τον 2ο αποικισμό (8ος π.Χ. αιώνας) που
δεν ξεπερνούσε τις 700.000. Στον Ελλαδικό χώρο, ο πληθυσμός δεν ξεπερνούσε τα 3
εκατ., κατά συνέπεια το μεγαλύτερο μέρος των Ελλήνων την εποχή εκείνη ζούσε
εκτός των ορίων της σημερινής Ελλάδος. Υπολογίζεται, ότι μόνο στην Σικελία
κατοικούσαν 1 εκατ. Έλληνες ενώ η πόλη-κράτος των Αθηνών, η μεγαλύτερη του Ελλαδικού
χώρου κατά την αρχαιότητα, δεν ξεπέρασε ποτέ σε πληθυσμό τις
350.000 κατοίκους.
Αντίστοιχη κατάσταση διαμορφώθηκε και στην Μικρά
Ασία, όπου οι Έλληνες έποικοι συνάντησαν συγγενικά φύλα, Ινδοευρωπαϊκής προέλευσης
στο βόρειο τμήμα της (Φρύγες, Μυσοί κλπ) και Μεσογειακής-Πελασγικής προέλευσης στα
παράλια και στα νότια (Κάρες, Λυδοί κλπ) τα οποία εξελλήνισαν σε μεγάλο βαθμό έως
τον 3ο μ.Χ. αιώνα. Το πλήθος και η ισχύς των Ελληνικών πόλεων της
Μικράς Ασίας ήταν τέτοια που το 499 π.Χ. επαναστάτησαν (Ιωνική επανάσταση)
εναντίον των Περσών που είχαν κατακτήσει την περιοχή, διαμορφώνοντας τα αίτια των
Περσικών πολέμων που ακολούθησαν. Οι
Ελληνικές πόλεις συνασπισμένες απώθησαν τους Πέρσες, οι οποίοι σε διαδοχικές
εκστρατείες τους (492, 490 και 480 π.Χ.) προσπάθησαν να εισβάλουν στην Ελληνική
χερσόνησο, αποτρέποντας την επέκταση της Περσικής αυτοκρατορίας στην Ευρωπαϊκή
ήπειρο και την πιθανή μετακίνηση πληθυσμών από την Ανατολή προς τον Ελλαδικό
χώρο.



Από την κάθοδο των Ινδοευρωπαϊκών φύλων (1900
π.Χ) έως την Ρωμαϊκή κατάκτηση (146 μ.Χ.), οι μετακινήσεις μη Ελληνικών
πληθυσμών στον Ελλαδικό χώρο ήταν ελάχιστες και περιορίζονταν στις μετοικίσεις
μεμονωμένων ατόμων (μέτοικοι) στις Ελληνικές πόλεις, οι οποίοι σταδιακά αφομοιώνονταν.
Αντίθετα, υπήρξε σημαντική μετακίνηση Ελληνικών πληθυσμών προς την Ιταλία, Μ. Ασία,
Πόντο κατά τον 2ο αποικισμό (8ος π.Χ. αιώνας) και προς
την Μέση Ανατολή και Βόρειο Αφρική κατά τα Ελληνιστικά χρόνια. Η μόνη
προσπάθεια εισβολής και εποικισμού την περίοδο αυτή, ήταν αυτή των Γαλατών του
Βρέννου τον 3ο π.Χ. αιώνα (200.000 άτομα μαζί με τα γυναικόπαιδα) ή
οποία ανακόπηκε από τους συνασπισμένους Έλληνες στις μάχες των Θερμοπυλών -
Κοκκαλίων (279 π.Χ.). Οι Γαλάτες οπισθοχώρησαν και πέρασαν στην Μικρά Ασία,
όπου εποίκησαν την περιοχή που φέρει το όνομά τους (Γαλάτεια) ενώ θύλακες τους
παρέμειναν εκεί έως την πλήρη ενσωμάτωσή τους, τον 7ο μ.Χ. αιώνα.
Η επικράτηση
του χριστιανισμού στην Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, εγκαινίασε την
επιχείρηση απάλειψης του Ελληνικού πολιτισμού. Ναοί γκρεμίζονται και
μετατρέπονται σε χριστιανικούς, βιβλία καίγονται, θέατρα σφραγίζονται ενώ
οποιαδήποτε εορτή (Ελευσίνια μυστήρια) ή θεσμός (μαντείο Δελφών, Ολυμπιακοί
αγώνες, φιλοσοφικές σχολές κλπ) που σχετίζονται με τον Ελληνικό πολιτισμό,
καταργούνται. Οι Έλληνες, ιδιαίτερα οι διανοούμενοι διώκονται ή σφαγιάζονται
(Υπατία κλπ), αναγκάζοντας το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού πληθυσμού να
αποποιηθεί το όνομα και την ταυτότητα του και να μετατραπεί σε χριστιανό Ρωμαίο. Σε αυτό βοήθησε το
γεγονός ότι οι Έλληνες ήταν ήδη Ρωμαίοι πολίτες, καθώς η πολιτική
«οικουμενικότητας» της Ρώμης οδήγησε τον 3ο μ.Χ αιώνα, στην
παραχώρηση της «ρωμαϊκής πολιτείας» σε όλους τους κατοίκους της. Παρ’ όλα αυτά η
Ελληνική γλώσσα διατηρείται , όπως και μέρος των Ελληνικών ηθών και εθίμων που
σταδιακά ενσωματώνονται στον χριστιανισμό. Μετά το τέλος του 5ου
μ.Χ. αιώνα, η έννοια του «Ρωμαίου»
αφορά τον χριστιανό κάτοικο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας που σε μεγάλο
ποσοστό είναι Έλληνας στο γένος. Με αυτόν τον τρόπο, οι Έλληνες μετατράπηκαν σε
Ρωμαίους ενώ οι Ρωμαίοι (ιδιαίτερα μετά την πτώση της Ρώμης, το 476 μ.Χ.) μετετράπησαν
σε Λατίνους. Η άποψη αυτή υποστηρίζεται, καθώς φαίνεται αδιανόητο να εξαφανίσθηκαν οι ακμαίοι Ελληνικοί
πληθυσμοί που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στην ανατολικό μέρος της Ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας και να αντικαταστάθηκαν μέσα σε 1-2 αιώνες από Αρμένιους, Σύριους
και Ιλλυριούς. Οι Έλληνες δεν εξαφανίσθηκαν, απλά άλλαξαν όνομα.
Η μετεγκατάσταση της πρωτεύουσας στην
Κωνσταντινούπολη (330 μ.Χ.) και η μετέπειτα διάσπαση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας
(395 μ.Χ.) δημιούργησαν κύμα μετακίνησης προς την νέα πρωτεύουσα και τα μεγάλα
αστικά και διοικητικά κέντρα της Ανατολής (Αντιόχεια, Αλεξάνδρεια κλπ). Η μικρή
Ελληνική πόλη Βυζάντιο μετατρέπεται σταδιακά στην πολύβουη Κωνσταντινούπολη, η
οποία εκτιμάται ότι στο μέγιστο της ακμής της, τον 6ο μ.Χ. αιώνα, είχε
πληθυσμό 600.000 ανθρώπων, από όλες τις εθνότητες της αυτοκρατορίας και με σημαντική παρουσία Ελλήνων.

Τα χρόνια εκείνα, ο πληθυσμός του Ελλαδικού χώρου
ήταν αμιγώς Ελληνικός και σε μεγάλο βαθμό (Πελοπόννησος) οπαδοί του δωδεκάθεου,
γεγονός που ενίσχυε τον φανατισμό και
την καταστροφική μανία των "χριστιανών" επιδρομέων. Σε αυτές τις επιδρομές,
οι Γερμανοί βάρβαροι κατέστρεψαν τα περισσότερα από τα μνημεία της Αρχαίας
Ελλάδος (ναός Δήμητρας στην Ελευσίνα, ναός Διός σε Ολυμπία κλπ) και εξαφάνισαν
τους υποστηρικτές της παλαιάς θρησκείας. Οι επιδρομείς δεν εγκαταστάθηκαν στον
Ελλαδικό χώρο, αλλά οι σφαγές των αμάχων μείωσαν σημαντικά τον πληθυσμό και
οδήγησαν αρκετούς από τους κατοίκους στην μετανάστευση ή στην μετακίνηση στα
ορεινά, αφήνοντας τις εύφορες πεδιάδες έρμαιο των μελλοντικών εισβολέων.
Στον αρχαίο κόσμο, σημαντική πηγή εθνολογικής αλλαγής
ή αλλοίωσης ήταν οι λοιμοί (επιδημίες) και οι πόλεμοι, οι οποίοι μείωναν τον
πληθυσμό μιας περιοχής οδηγώντας την στην παρακμή, ευνοώντας την μετεγκατάσταση
νέων πληθυσμών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Σπάρτη, όπου οι συνεχείς πόλεμοι σε
συνδυασμό με την αυστηρή νομοθεσία μετοίκησης («όμοιοι»), οδήγησαν σε τέτοια φθορά του πληθυσμού, που μετά την
Ρωμαϊκή κατάκτηση δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως ανεξάρτητη πόλη. Αντίθετα, η
Αθήνα εφαρμόζοντας πιο ανοικτή πολιτική μετοίκησης αλλά και συμμαχιών διατήρησε
σε καλύτερο βαθμό την υπόσταση της παρά τις καταστροφές (Πελοποννησιακός
πόλεμος, Σικελική εκστρατεία κλπ) και τους λοιμούς (429 π.Χ. αφανίζοντας τα 2/3
πληθυσμού) που υπέστη. Η αίγλη της Αθήνας οδήγησε τους Ρωμαίους να της δώσουν
ειδικό καθεστώς αυτονομίας επιτρέποντας της να συγκεντρώνει σημαντικές
προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών έως το 529 μ.Χ. όπου ο Ιουστινιανός
έκλεισε τις φιλοσοφικές σχολές της.
