Έλληνες και Γερμανοί, δύο λαοί με αρκετές ομοιότητες αλλά και πολλές διαφορές.
Δύο ευρωπαϊκοί λαοί με κοινές συνισταμένες στον χριστιανισμό αλλά και στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, το ρωμαϊκό δίκαιο και τον ρωμαϊκό τρόπο διοίκησης. Αναμφισβήτητα, η εθνική ταυτότητα των Γερμανών, όπως και των λοιπών ευρωπαϊκών λαών, επηρεάσθηκε σημαντικά από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τρόπο σκέψης. Παρ' όλα αυτά, η μετέπειτα εξέλιξη των δυο λαών διαφοροποιήθηκε θρησκευτικά (ορθοδοξία-προτεσταντισμός) και διοικητικά (αυτοκρατορικός συγκεντρωτισμός-φεουδαρχία) καθορίζοντας τον ψυχισμό και την κοσμοθεωρία τους. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, η ώσμωση που πέτυχε η Ευρώπη μέσω της ΕΕ, έφερε ξανά τους δύο λαούς πιο κοντά, κυρίως όσον αφορά τους θεσμούς και τον τρόπο ζωής. Σήμερα, οι διαφορές των δύο λαών επικεντρώνονται κυρίως στο τρόπο που διαχειρίζονται τις δεξιότητες τους, όπως η πειθαρχία, η εργατικότητα και η ψυχραιμία από την μία και η προσαρμοστικότητα, η εφευρετικότητα και το πάθος, από την άλλη, με σημαντική όμως επίπτωση στον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών τους.
Δύο ευρωπαϊκοί λαοί με κοινές συνισταμένες στον χριστιανισμό αλλά και στον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό, το ρωμαϊκό δίκαιο και τον ρωμαϊκό τρόπο διοίκησης. Αναμφισβήτητα, η εθνική ταυτότητα των Γερμανών, όπως και των λοιπών ευρωπαϊκών λαών, επηρεάσθηκε σημαντικά από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό και τρόπο σκέψης. Παρ' όλα αυτά, η μετέπειτα εξέλιξη των δυο λαών διαφοροποιήθηκε θρησκευτικά (ορθοδοξία-προτεσταντισμός) και διοικητικά (αυτοκρατορικός συγκεντρωτισμός-φεουδαρχία) καθορίζοντας τον ψυχισμό και την κοσμοθεωρία τους. Μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο, η ώσμωση που πέτυχε η Ευρώπη μέσω της ΕΕ, έφερε ξανά τους δύο λαούς πιο κοντά, κυρίως όσον αφορά τους θεσμούς και τον τρόπο ζωής. Σήμερα, οι διαφορές των δύο λαών επικεντρώνονται κυρίως στο τρόπο που διαχειρίζονται τις δεξιότητες τους, όπως η πειθαρχία, η εργατικότητα και η ψυχραιμία από την μία και η προσαρμοστικότητα, η εφευρετικότητα και το πάθος, από την άλλη, με σημαντική όμως επίπτωση στον τρόπο λειτουργίας των κοινωνιών τους.
Η πρώτη φορά που οι Έλληνες άκουσαν για τον λαό αυτόν, ήταν στα τέλη του 2ου π.Χ. αιώνα, όταν οι Τεύτονες και οι Κίμβροι εισέβαλαν από τον Ρήνο στην ρωμαϊκή Γαλατία και την λεηλάτησαν. Μέχρι τότε, οι Έλληνες αγνοούσαν ακόμα και την ύπαρξη αυτών των βαρβάρων του Βορρά, καθώς πίστευαν ότι δεν κατοικούσαν άνθρωποι στα άγρια δάση βόρεια του Δούναβη. Οι βορειότεροι πληθυσμοί που γνώριζαν ήταν οι Δάκες και οι Γέτες, οι οποίοι κατοικούσαν στις όχθες του Δούναβη, οι Σκύθες ανατολικότερα ενώ δυτικά των Άλπεων εκτεινόταν ο κόσμος των Γαλατών (Κελτών).
Οι παλαιότερες αναφορές του Πυθέα περί των
υπερβόρειων λαών, θεωρήθηκαν την εποχή εκείνη μυθεύματα και
φαντασιώσεις, . Ο Πυθέας, Έλληνας της Μασσαλίας, επιχείρησε το 325 π.Χ. ταξίδι
στην Βόρεια Ευρώπη με σκοπό την εξεύρεση πηγών μεταλλευμάτων και κυρίως του
κασσιτέρου, τον οποίον οι Κέλτες έμποροι προμηθευόταν από τον Βορρά. Στο ταξίδι αυτό,
ο Πυθέας πέρασε τις στήλες του Ολυμπίου Διός (Γιβραλτάρ) και διέπλευσε προς
βορρά, περιμετρικά της Ευρώπης, ανακαλύπτοντας τα βρετανικά νησιά και φτάνοντας
μέχρι την Βαλτική.
Η πρώτη πραγματική επαφή των Ελλήνων με τους Γερμανούς έγινε επί ρωμαϊκής κατοχής, το 249 μ.Χ. , όταν οι Γότθοι εισέβαλαν από την περιοχή της Δακίας στην Θράκη και αφού νίκησαν τα ρωμαϊκά στρατεύματα έξω από την Φιλιππούπολη, λεηλάτησαν την πόλη και έσφαξαν τουλάχιστον 100.000 από τους κατοίκους της. Οι Έλληνες κάτοικοι της Θράκης θεώρησαν στην αρχή, ότι οι επιδρομείς ήταν επαναστατημένοι Σκύθες αλλά γρήγορα αντελήφθησαν την διαφορά, παρατηρώντας την πολεμική τακτική και τον τρόπο λεηλασίας των επιτιθεμένων. Η πολεμική τακτική τους ήταν ξένη στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που πολεμούσαν σε διάταξη, ενώ οι Γότθοι προτιμούσαν την μέθοδο του «κλεφτοπόλεμου» με αλλεπάλληλες άτακτες και θορυβώδεις επιθέσεις και υποχωρήσεις που αποδιοργάνωναν τις λεγεώνες. Ένα άλλο στοιχείο των επιδρομέων αυτών, ήταν ότι δεν τους ενδιέφερε η δημιουργία επικράτειας και κατά συνέπεια η κατάκτηση των πόλεων με τον πληθυσμό τους ως μελλοντικούς φορολογούμενους, αλλά η αρπαγή και η επιστροφή στην κοιτίδα τους. Ο παραπάνω λόγος σε συνδυασμό με την σκληρότητα των γερμανικών φύλων, έκαναν τις επιδρομές τους πιο βίαιες και καταστροφικές από αυτές άλλων βαρβάρων λαών (Σκύθες, Γέτες κλπ).

Δυο χρόνια μετά, το 269 μ.Χ. οι Γότθοι
επέστρεψαν με μεγαλύτερο στρατό και 2.000 πλοία, που τους αποβίβασαν έξω από
την Θεσσαλονίκη, την οποίαν προσπάθησαν να καταλάβουν και πάλι χωρίς αποτέλεσμα. Τότε,
αφού λεηλάτησαν την Χαλκιδική, στράφηκαν προς νότο και επιτέθηκαν σε πολλά νησιά του Αιγαίου, αλλά κυρίως στην Ρόδο και
την Κύπρο. Εκεί, συνάντησαν σθεναρή αντίσταση από τους κατοίκους και τράπηκαν σε
φυγή, ενώ οι τρικυμίες του Αιγαίου τους προκάλεσαν αρκετές απώλειες. Η
προσπάθεια επιστροφής τους στις κοιτίδες τους, σταμάτησε στην Ναϊσσό (Νις) όπου
οι ρωμαϊκές λεγεώνες, υπό τον αυτοκράτορα Κλαύδιο, τους αποδεκάτισαν ολοσχερώς. Τα υπολείμματα των Γότθων, επέστρεψαν βόρεια του
Δούναβη και αποδυναμωμένοι συνήψαν το 271 μ.Χ., συνθήκη ειρήνης με τον
επόμενο αυτοκράτορα, Αυρηλιανό και ασπάζονται τον Αρειανισμό (αίρεση του
Χριστιανισμού). Ο πρώτος επίσκοπος τους, Ουλφίλας, χειροτονείται το 341
μ.Χ. στην Κωνσταντινούπολη και
μεταφράζει την Βίβλο στην Γοτθική γλώσσα, χρησιμοποιώντας πολλές Ελληνικές
λέξεις με το Ελληνικό αλφάβητο. Η μετάφραση αυτή της βίβλου, θεωρείται το
αρχαιότερο κείμενο της Γερμανικής φιλολογίας και φυλάσσεται στην βιβλιοθήκη της
Ουψάλα στην Σουηδία.
Η ειρηνική περίοδος με τους Γότθους δεν κράτησε
πολύ και το 376 μ.Χ., υπό την πίεση των Ούννων, τμήμα των Γότθων, οι Βησιγότθοι
περνούν τον Δούναβη και εγκαθίστανται στην Μοισία (Βόρεια Βουλγαρία) από όπου
ξεκινούν και πάλι επιδρομές στις βόρειες περιοχές της χερσονήσου του Αίμου. Το
378 μ.Χ. εξολοθρεύουν τον ρωμαϊκό στρατό στην μάχη της Ανδριανούπολης, όπου σκοτώνεται
ακόμα και ο αυτοκράτορας Ουάλης.
Ο διάδοχός του, Θεοδόσιος ο Μέγας κατόρθωσε να
συνάψει συνθήκη ειρήνης με τους Βησιγότθους, δίνοντας τους γη στην Θράκη, όπου
και εγκαταστάθηκαν. Σύμφωνα με την συνθήκη, οι Βησιγότθοι έγιναν «ομόσπονδοι» (foederati), προσφέροντας στρατιωτική
υπηρεσία στην αυτοκρατορία. Ο Θεοδόσιος κατάφερε να δημιουργήσει καλές σχέσεις
με τον αρχηγό των Βησιγότθων, Αλάριχο, και όταν το 386-7 μ.Χ. οι Ούννοι εξαπέλυσαν επιδρομές
στην Συρία, οι Βησιγότθοι έσπευσαν να βοηθήσουν την αυτοκρατορία, τιμώντας την
συνθήκη.
Η κατάσταση άλλαξε το 395 μ.Χ., όταν μετά τον
θάνατο του Θεοδοσίου, η αυτοκρατορία χωρίσθηκε στα δύο και ο αυτοκράτορας του
Ανατολικού τμήματος, Αρκάδιος αρνήθηκε να ανανεώσει την συνθήκη ειρήνης με τον
Αλάριχο και τα προνόμια που απολάμβανε ως «ομόσπονδος».
Τότε, ο Αλάριχος συγκέντρωσε την ορδή του και αφού λεηλάτησε την
Μακεδονία και την Θεσσαλία, προχώρησε προς την νότια Ελλάδα. Τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Αλάριχος
έφτασε στις Θερμοπύλες, όπου ο στρατηγός Γερόντιος δεν μπόρεσε να τον
αναχαιτίσει.
Την περίοδο εκείνη, ο πληθυσμός του
νότιου Ελλαδικού χώρου ήταν ακόμα αμιγώς Ελληνικός και οπαδοί του δωδεκάθεου, γεγονός που ενίσχυσε τον
φανατισμό των χριστιανών Βησιγότθων και αύξησε την μανία των λεηλασιών
τους. Την άνοιξη του 396 μ.Χ., οι Βησιγότθοι πολιόρκησαν ανεπιτυχώς
την οχυρωμένη Θήβα και περνώντας από την Ελευσίνα, κατέστρεψαν τον ναό
της Δήμητρας και έφτασαν έξω από την Αθήνα. Εκεί, συνθηκολόγησαν με τους Αθηναίους,
σεβόμενοι την αίγλη της «πόλης των θεών»,
για την οποίαν ο Αλάριχος είχε διδαχθεί από τον Θεοδόσιο. Ο ιστορικός του 5ου μ.Χ. αιώνα, Ζώσιμος αναφέρει, ότι όταν ο Αλάριχος έφτασε στα τείχη της Αθήνας και είδε τα αγάλματα του Αχιλλέα και της Προμάχου Αθηνάς με πανοπλία να στέκονται στα τείχη, εγκατέλειψε την ιδέα της πολιορκίας της Αθήνας.

Η επιδρομή σταμάτησε τον χειμώνα του 397 μ.Χ. όταν ο
επίτροπος του αυτοκράτορα του δυτικού τμήματος, Στηλίχωνας έσπευσε σε βοήθεια του
«αδελφού» ανατολικού τμήματος και αποβιβάσθηκε με αρκετές λεγεώνες στην Κόρινθο.
Οι δυο στρατοί συναντήθηκαν στην Φολόη (Λάλα) και εκεί, ο Στηλίχωνας, φοβούμενος
την έκβαση της μάχης, πρότεινε στον Αλάριχο την θέση του διοικητή του Ιλλυρικού,
που περιλάμβανε σχεδόν όλη την Ελλάδα. Ο Αλάριχος φυσικά δέχθηκε, γλιτώνοντας με αυτόν
το τρόπο από την δύσκολη θέση στην οποίαν είχε περιέλθει και τα επόμενα τέσσερα χρόνια
χρησιμοποίησε την διοίκηση του για να ισχυροποιήσει τον στρατό του και να εκστρατεύσει τελικά, το 401 μ.Χ. εναντίον της Ρώμης. Η μετακίνηση τους προς την ιταλική χερσόνησο και στην συνέχεια η εγκατάσταση τους στην ιβηρική χερσόνησο, απάλλαξε οριστικά τον Ελλαδικό χώρο από τις επιδρομές των Βησιγότθων.
Οι καταστροφές στην Πελοπόννησο και ο φόβος των επιδρομών των γερμανικών φυλών, ώθησαν τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' να οχυρώσει την περιοχή, ξεκινώντας το 408 μ.Χ. την κατασκευή του "εξαμιλίου", ενός τείχους 6 μιλίων κατά μήκος του ισθμού της Κορίνθου. Η κατασκευή του τείχους διήρκεσε έως το 450 μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν υλικά της περιοχής, αποψιλώνοντας αρκετούς αρχαίους ναούς, όπως τον ναό του Ποσειδώνα στα ίσθμια και το Ηραίο της Περαχώρας. Το τείχος τελικά δεν χρειάσθηκε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Βησιγότθων, οι οποίοι μετακινήθηκαν στην δύση αλλά εναντίον άλλων εισβολέων (Σλάβοι, Άβαροι κλπ ) που μετακινήθηκαν αργότερα προς νότο.
Οι καταστροφές στην Πελοπόννησο και ο φόβος των επιδρομών των γερμανικών φυλών, ώθησαν τον αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β' να οχυρώσει την περιοχή, ξεκινώντας το 408 μ.Χ. την κατασκευή του "εξαμιλίου", ενός τείχους 6 μιλίων κατά μήκος του ισθμού της Κορίνθου. Η κατασκευή του τείχους διήρκεσε έως το 450 μ.Χ. και χρησιμοποιήθηκαν υλικά της περιοχής, αποψιλώνοντας αρκετούς αρχαίους ναούς, όπως τον ναό του Ποσειδώνα στα ίσθμια και το Ηραίο της Περαχώρας. Το τείχος τελικά δεν χρειάσθηκε να χρησιμοποιηθεί εναντίον των Βησιγότθων, οι οποίοι μετακινήθηκαν στην δύση αλλά εναντίον άλλων εισβολέων (Σλάβοι, Άβαροι κλπ ) που μετακινήθηκαν αργότερα προς νότο.

Και σαν να μην έφταναν οι Βάνδαλοι, το 481 μ.Χ. εισβάλλουν στην Θεσσαλία οι Οστρογότθοι, οι οποίο την λεηλατούν για δυο χρόνια και αποχωρούν στα νότια του Δούναβη, μετά από συμφωνία με τον αυτοκράτορα Ζήνωνα, που τους παραχώρησε την περιοχή για εγκατάσταση. Μετά από λίγα χρόνια, το 488 μ.Χ. οι Οστρογότθοι μετακινούνται επίσης προς την δύση και απαλλάσσουν τον Ελλαδικό χώρο από πιθανές μελλοντικές επιδρομές.
Η μόνη φορά που ο Ελληνισμός, λειτούργησε επιθετικά εναντίον των γερμανικών φυλών της περιόδου, ήταν το 533 μ.Χ. επί Ιουστινιανού, όταν ο στρατηγός του Βελισάριος εξεστράτευσε στην Β.Αφρική, διέλυσε τους Βανδάλους και συνέλαβε τον αρχηγό τους Γελίμερο. Μετά την εκστρατεία αυτή, οι Βάνδαλοι χάθηκαν από την ιστορία και τα υπολείμματα τους ενσωματώθηκαν στις φυλές της Β.Αφρικής. Στην συνέχεια, ο Βελισάριος αποβιβάσθηκε στην Ιταλική χερσόνησο, με στόχο να απωθήσει τις γερμανικές φυλές και να επανεντάξει την περιοχή στην αυτοκρατορία Το 535 μ.Χ. κατατρόπωσε τους Οστρογότθους και απελευθέρωσε την Ρώμη. Όμως, λίγα χρόνια αργότερα, το 540 μ.Χ. οι συνασπισμένες γερμανικές φυλές των Λομβαρδών, Φράγκων και Βουργουνδών ανακτούν την Ρώμη για πάντα.
Οι επιδρομές των γερμανικών φυλών στον Ελλαδικό χώρο, διήρκεσαν για περισσότερα από 200 χρόνια και επηρέασαν σημαντικά τους Ελληνικούς πληθυσμούς. Κατέστρεψαν τα περισσότερα από τα μνημεία του αρχαίου κόσμου και εξαφάνισαν τους υποστηρικτές της παλαιάς θρησκείας. Οι επιδρομές αυτές, έπληξαν σημαντικά το κύρος της αυτοκρατορίας και δημιούργησαν ανασφάλεια στους πολίτες της, τους οποίους αρκετές φορές δεν μπόρεσε να προστατεύσει. Ειδικότερα στους κατοίκους της Πελοποννήσου, που μέχρι τότε ήταν δωδεκαθεϊστές, η ελλιπής προστασία από τις επιδρομές των "χριστιανών" Γερμανών βαρβάρων διέρρηξε την εθνική τους υπόσταση, καθώς θεωρήθηκε ως ολιγωρία της κεντρικής διοίκησης που στόχευε στον βίαιο εκχριστιανισμό τους. Παράλληλα, οι σφαγές των αμάχων μείωσαν σημαντικά τον πληθυσμό του Ελλαδικού χώρου και οδήγησαν αρκετούς από τους κατοίκους στην μετανάστευση ή στην μετακίνηση στα ορεινά, αφήνοντας τις εύφορες πεδιάδες έρμαια των μελλοντικών εισβολέων (Σλάβοι, τουρανικές φυλές).
Τους επόμενους αιώνες, η επαφή των Ελλήνων με τους Γερμανούς περιορίσθηκε σε μεμονωμένες μετακινήσεις Γερμανών ή ομάδων Γερμανών στην Βυζαντινή αυτοκρατορία, με σκοπό την ένταξη τους στον στρατό ως μισθοφόρους. Αρκετοί από αυτούς, έφτασαν σε αρκετά υψηλά αξιώματα, όπως οι στρατηγοί Γαϊνάς (400 μ.Χ.), Ασπαρ (468 μ.Χ.) και Βιταλιανός (514 μ.Χ.). Η αρχή της κατάταξης Γερμανών στον Βυζαντινό στρατό έγινε από τον Ιουστινιανό, ο οποίος ενέταξε στον στρατό του υπολείμματα Βησιγότθων και Βανδάλων, ενώ ο Ηράκλειος τον 7ο αιώνα, αναφέρεται ότι είχε εντάξει Οστρογότθους στο σύνταγμα των βουκελλαρίων (βαρύ ιππικό). Τον 8ο αιώνα, αρκετοί Λομβαρδοί μετανάστευσαν και κατατάχθηκαν στον βυζαντινό στρατό, μετά την κατάλυση του βασιλείου τους από τον Καρλομάγνο το 774 μ.Χ.
Το επιστέγασμα των μισθοφορικών μονάδων στο Βυζάντιο ήταν η "Βαράγγεια φρουρά". Ιδρύθηκε το 988 μ. Χ. από τον Βασίλειο τον Β΄ (Βουλγαροκτόνο) και αποτελούσε την προσωπική φρουρά του αυτοκράτορα. Στην αρχή, τα μέλη της προέρχονταν από την φυλή των Βαράγγων (αρχαίος σκανδιναβικός λαός, συγγενής των Βίκινγκς) αλλά στην συνέχεια εμπλουτίσθηκαν με Γερμανούς, Βίκινγκς και αγγλοσάξονες. Ο βασικός λόγος δημιουργίας του σώματος αυτού, ήταν η αποφυγή πραξικοπημάτων στα οποία ήταν επιρρεπείς οι Βυζαντινοί στρατιώτες, καθώς η διαδοχή του θρόνου στο Βυζάντιο δεν ήταν απόλυτα κληρονομική αλλά μπορούσε να επηρεασθεί από τον λαό ή τον στρατό. Αντίθετα, οι Βαράγγοι, ήταν πειθαρχημένοι και είχαν απόλυτη πίστη στον θρόνο και όχι στο άτομο. Η Βαράγγεια φρουρά διατηρήθηκε έως και τον 13ο αιώνα, όπου τα μέλη της αφομοιώθηκαν από τους Βυζαντινούς και είναι χαρακτηριστική η αφοσίωση της στον αυτοκράτορα, ακόμα και στις δυσκολότερες στιγμές της ιστορίας, όπως η άλωση της πόλης από τους σταυροφόρους (1204 μ.Χ.).
Με την πάροδο των χρόνων και καθώς ο Βυζαντινός στρατός μετατρέπεται σε μισθοφορικό, πληθαίνουν και οι Γερμανοί που κατατάσσονται σε αυτόν. Την περίοδο αυτή (9ος αιώνας) επιτελείται στην Δύση η εθνογέννεση των Γερμανών και η μετάβαση τους από την φυλετική στην εθνική υπόσταση, στις περιοχές με συμπαγείς Γερμανικούς πληθυσμούς. Ταυτόχρονα πραγματοποιείται και ο διαχωρισμός τους από τους Φράγκους, Λομβαρδούς κλπ γερμανογενείς πληθυσμούς οι οποίοι δέχθηκαν επιρροή από τους Ρωμαίους και διαμόρφωσαν λατινογενείς κουλτούρες και γλώσσες, εξελισσόμενοι σε νέα έθνη (Γάλλοι, βόρειοι Ιταλοί κλπ).
Κατά τον 10ο αιώνα οι Φράγκοι μισθοφόροι στον βυζαντινό συστήνουν ειδικό σώμα, το λεγόμενο "Λατινικό" στο οποίο συμμετέχουν και αρκετοί Γερμανοί. Το 1073 μ.Χ. πολλοί από τους στρατιώτες του στρατηγού Φιλάρετου Βραχάμιου που πολεμούσε τους Σελτζούκους ήταν Γερμανοί (Αφράνγκιοι), ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα, το 1071 μ.Χ. στην μάχη τους Μαντζικέρτ, μεγάλο μέρος του στρατού του Ρωμανού Διογένη που ηττήθηκε από τους Σελτζούκους ήταν Γότθοι, Φράγκοι και Νορμανδοί. Οι Γερμανοί μισθοφόροι στασίασαν αρκετές φορές, ιδίως όταν δεν πληρωνόταν στην ώρα τους, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονται και λεηλασίες των γύρω περιοχών. Σε μία τέτοια περίπτωση, όπως αναφέρει η Αννα Κομνηνή, ο Αλέξιος Α' Κομνηνός επενέβη το 1081 μ.Χ., για να καταστείλει εξέγερση Γερμανών και Νορμανδών μισθοφόρων , υπό τον Νορμανδό Roussel de Bailleut, τον οποίον συνέλαβε και οδήγησε σιδηροδέσμιο στην Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο ξεκινούν και οι γάμοι μελών της βυζαντινής αυλής με Γερμανούς αριστοκράτες, κυρίως για λόγους διπλωματίας. Το 972 μ.Χ. ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής πάντρεψε την ανιψιά του Θεοφανώ με τον Γερμανό πρίγκηπα και μετέπειτα αυτοκράτορα της Αγίας Γερμανικής αυτοκρατορίας, Οθωνα τον Β', η οποία κυβέρνησε την Αγία αυτοκρατορία ως Αντιβασιλέας μετά τον θάνατο του συζύγου της και έως την ενηλικίωση του υιού τους Όθωνα Γ' (983 μ.Χ.). Το 1146 μ.Χ. ο ίδιος ο αυτοκράτορας, Μανουήλ Κομνηνός, παντρεύθηκε την Γερμανίδα πριγκίπισσα Βertha von Sulzbach ενώ το 1148 μ.Χ. η αδελφή του, Θεοδώρα Κομνηνή παντρεύθηκε τον Ερρίκο τον Β' Δούκα της Αυστρίας και Βαυαρίας.
Ο 12ος αιώνας ήταν αρκετά ταραχώδης για τον Βυζαντινό Ελληνισμό, καθώς κατά την διάρκεια του οι Δυτικοί πραγματοποίησαν τέσσερις σταυροφορίες με πρόφαση την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ από τους μουσουλμάνους, αλλά με πραγματικό στόχο την νομή του πλούτου της Ανατολής. Η τελευταία από αυτές, ολοκληρώθηκε με την άλωση και λεηλασία της Κωνσταντινούπολης (13/4/1204) και την δημιουργία λατινικών βασιλείων στα εδάφη της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (Φραγκοκρατία). Η εξέλιξη αυτή, αποδυνάμωσε σημαντικά την αυτοκρατορία και άνοιξε τον δρόμο για την οριστική της διάλυση από τους Τούρκους. Παράλληλα, ανέδειξε την αντιπαράθεση μεταξύ των Δυτικών καθολικών και των Βυζαντινών ορθόδοξων και σημάδεψε την ταυτότητα των Ελλήνων ακόμα και μέχρι σήμερα.
Στις σταυροφορίες αυτές συμμετείχαν και Γερμανοί σταυροφόροι για τους οποίους όμως δεν υπάρχουν αναφορές έντονης βίας και σφαγών εναντίων των βυζαντινών πληθυσμών ή των Αράβων, σε αντίθεση με τους Φράγκους και Λατίνους οι οποίοι εκδήλωσαν στις εκστρατείες αυτές τα χειρότερα ένστικτα του ανθρώπινου είδους.
Στην Α' σταυροφορία (1096-1099 μ.Χ.) η συμμετοχή Γερμανών ήταν ελάχιστη και μεμονωμένη. Ζηλεύοντας, την κατάκτηση της Ιερουσαλήμ και την επέκταση των Λατίνων στην Μέση Ανατολή, οι Γερμανοί συμμετείχαν στην Β' σταυροφορία, (1147-1149 μ.Χ.) με αρχηγό το ίδιο τον αυτοκράτορα τους, Κορράδο τον Γ' . Οι Γερμανοί σταυροφόροι διέσχισαν ειρηνικά, το 1147 μ.Χ. τα εδάφη της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκτός από κάποιες αψιμαχίες στην διαδρομή τους από την Φιλιππούπολη έως την Ανδριανούπολη. Οι περισσότεροι από αυτούς σκοτώθηκαν σε μια ενέδρα που τους έστησαν οι Τούρκοι στο Δορύλαιο (Εσκισεχίρ) και η συμμετοχή τους στην σταυροφορία αυτή ήταν άκαρπη.

Η Δ' σταυροφορία (1201-1204 μ.Χ.), οργανώθηκε από τον Πάπα Ιννοκέντιο τον Γ' στοχεύοντας στην αποκατάσταση της Παπικής εξουσίας από την Γερμανική Αυτοκρατορία αλλά και την επανένταξη των Βυζαντινών σχισματικών (1054 μ.Χ.) στον κορμό της εκκλησίας. Για τον λόγο αυτό, ο ίδιος ο Πάπας τέθηκε επικεφαλής της ένωσης των Χριστιανών της Ανατολής και της Δύσης για την τελειωτική απελευθέρωση των Αγίων τόπων από τους μουσουλμάνους. Η σταυροφορία γρήγορα παρέκκλινε της πορείας της και οδηγήθηκε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Οι Γερμανοί δεν συμμετείχαν στην σταυροφορία αυτή και ούτε στην λεηλασία και τις σφαγές που ακολούθησαν. Η Δ΄σταυροφορία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αντίληψη και τα συναισθήματα των Βυζαντινών για τους Δυτικούς καθώς θεώρησαν αδιανόητη την κατάληψη της πρωτεύουσας από τους "αδελφούς" Χριστιανούς και κυρίως την λεηλασία των θησαυρών της Πόλης. Η Κωνσταντινούπολη αποψιλώθηκε από όλα τα θρησκευτικά και ιστορικά της κειμήλια, τα οποία μεταφέρθηκαν και κοσμούν τις πρωτεύουσες της Δύσης. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την συκοφαντίες των Παπικών λόγω σχίσματος, γιγάντωσαν την δυσπιστία του Ελληνικού πληθυσμού της αυτοκρατορίας για τους Δυτικούς, η οποία μας συνοδεύει έως τώρα.
Τούς επόμενους δύο αιώνες, η αποδυναμωμένη αυτοκρατορία, έρχεται αντιμέτωπη με έναν ακόμα χειρότερο εχθρό, που επιβουλεύεται τα εδάφη της. Οι Τούρκοι, έχουν ήδη εγκατασταθεί στην περιοχή από τον 11ο αιώνα και η καταστροφή της Πόλης από τους σταυροφόρους μειώνει την αντίσταση και ουσιαστικά συμβάλλει στην σταδιακή επέκταση τους προς τα Δυτικά και την τελική κατάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (29/5/1453). Στην πορεία αυτή, οι Βυζαντινοί ζήτησαν πολλές φορές την βοήθεια των "αδελφών" Χριστιανών της Δύσης αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Οι Γερμανοί ούτε καν προσεγγίσθησαν, καθώς ήταν επικεντρωμένοι στην διατήρηση της αυτοκρατορίας τους από τις επιβουλές των ανερχόμενων δυνάμεων της Βενετίας και Γαλλίας, οι οποίες είχαν ήδη εγκαταστήσει ηγεμονίες στα Βυζαντινά εδάφη και διεκδικούσαν ότι θα απέμενε από την Τούρκικη επέλαση.
Η Άλωση της Πόλης, οδήγησε τους περισσότερους από τους λόγιους του Βυζαντίου (Βησσαρίων, Χρυσολωράς, Πλήθων ο Γεμιστός κλπ) στην φυγή προς την δύση και στην μεταφορά της αρχαιοελληνικής γραμματείας, σηματοδοτώντας της έναρξη της αναγέννησης. Οι αρχαίοι Έλληνες στοχαστές αναβιώνουν στα σαλόνια της Βενετίας, της Φλωρεντίας και της Γένοβας, δημιουργώντας το ρεύμα του ουμανισμού που αρχίζει να εξαπλώνεται στην Ευρώπη, ενώ αρχίζουν να αναπτύσσονται οι επιστήμες, τα μαθηματικά, η φιλοσοφία και η τέχνη. Η αναγέννηση άγγιξε και την Γερμανία, στην αρχή μόνο στην ζωγραφική αλλά σταδιακά έφερε σε επαφή τους Γερμανούς αριστοκράτες με τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό. Η "λογική" του Αριστοτέλη, η "γνωσιολογία" και οι περί δικαίου αντιλήψεις του Πλάτωνα επηρέασαν τις αντιλήψεις των Γερμανών, όπως και των υπόλοιπων Ευρωπαίων, διαμορφώνοντας τις αρχές και της αξίες της σύγχρονης Ευρώπης.
Κατά τον 18ο και 19ο αιώνα κυριαρχεί στους γερμανόφωνους λαούς το κίνημα του Γερμανικού ρομαντισμού, το οποίο εμπνέεται από την αρχαία Ελλάδα, κυρίως στις τέχνες και την αρχιτεκτονική. Οι Γερμανοί ευγενείς γίνονται αρχαιολάτρες εξιδανικεύοντας την Ελλάδα και τους Έλληνες και αποκτώντας αρχαιοελληνική παιδεία και μόρφωση με προεξέχοντα τον βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκο τον Α΄. Φανατικός ελληνιστής και συλλέκτης αρχαιοελληνικών έργων τέχνης, ο Λουδοβίκος ανήγειρε στην πρωτεύουσα του βασιλείου του, Μόναχο πλήθος νεοκλασικών κτιρίων με πρότυπο την αρχιτεκτονική της αρχαίας Ελλάδας. Ο Λουδοβίκος υποστήριξε την Ελληνική επανάσταση και προώθησε με θέρμη την επιλογή του γιου του Όθωνα, ως πρώτου βασιλέα της Ελλάδος.
Η αρχαιολατρεία οδηγεί πολλούς Γερμανούς περιηγητές στον Ελλαδικό χώρο, αναζητώντας επαφή με το κλασικό ιδεώδες των σπουδών τους, κυρίως τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Η επαφή τους όμως με τους Έλληνες της εποχής, απογοητεύει τους Γερμανούς περιηγητές, καθώς η εξαθλίωση, η κουτοπονηριά και η υιοθέτηση ανατολίτικων ηθών δεν ταίριαζαν με το μεγαλείο των αρχαίων Ελλήνων. Η αποκαθήλωση των σύγχρονων Ελλήνων, οδηγεί στην αμφισβήτηση της ίδιας τους της ταυτότητας, δηλαδή της καταγωγής τους από τους αρχαίους Έλληνες. Ο Αυστριακός ιστορικός Jacob Fallmerayer, μετά από πολύχρονες περιηγήσεις στον Ελλαδικό χώρο, εκδίδει στην δεκαετία του 1830 δύο βιβλία "περί της καταγωγής των σύγχρονων Ελλήνων", υποστηρίζοντας ότι οι Έλληνες της νεότερης εποχής είναι συνονθύλευμα Σλαβικών φύλων με Αλβανούς και εξελληνισμένους μικρασιατικούς πληθυσμούς, ενώ οι αρχαίοι Έλληνες εξαφανίσθηκαν από τους πολέμους και τις σφαγές στο διάβα της ιστορίας. Οι απόψεις του Fallmerayer υιοθετούνται από μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης στους Γερμανόφωνους λαούς και λίγα χρόνια μετά οι Κ.Μαρξ και Φ.Ενγκελς στο "Ανατολικό ζήτημα" ονομάζουν τους κατοίκους του Ελλαδικού χώρου, ΝοτιοΣλάβους ενώ Έλληνες θεωρούν μόνο τα υπολείμματα των βυζαντινών οικογενειών της Κωνσταντινούπολης, Σμύρνης και Τραπεζούντας. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται σταδιακά το άλλοθι πάνω στο οποίο στηρίχθηκε η εξωτερική πολιτική των Γερμανόφωνων λαών στην επίλυση του Ανατολικού ζητήματος.
Κυρίαρχο ρόλο της πολιτικής αυτής έπαιξαν φυσικά τα γεωστρατηγικά συμφέροντα των Γερμανόφωνων κρατών (Γερμανική Συνομοσπονδία, Αυστρία και Πρωσία) που την περίοδο αυτή ασφυκτιούσαν κάτω από την πίεση της Ρωσίας και των αποικιακών μεγάλων δυνάμεων (Αγγλία,Γαλλία). Ο Γερμανικός εθνικισμός αφυπνίζεται και η ανάγκη για βιομηχανική ανάπτυξη, ενεργειακά αποθέματα και εμπορικούς δρόμους οδηγεί τους Γερμανούς στην ανάπτυξη τους ως ηπειρωτικής δύναμης (heartland) στην ευρωπαϊκή ήπειρο με διέξοδο στην Ανατολία και στα πετρέλαια της Μοσούλης.
Μετά την δολοφονία του Καποδίστρια (1831) οι προστάτιδες δυνάμεις, προσπαθώντας να ικανοποιήσουν τις λεπτές γεωπολιτικές ισορροπίες, επιλέγουν τον Όθωνα, γιο του φιλέλληνα Βαυαρού βασιλιά, ως πρώτο βασιλέα της Ελλάδος. Ο Όθων έρχεται στην Ελλάδα το 1832 με όραμα την οργάνωση του Ελληνικού κράτους στα πρότυπα του βαυαρικού και φέρνει μαζί του 4.000 Βαυαρούς για να στελεχώσουν το στρατό και την διοίκηση του νεοσύστατου κράτους. H βασιλεία του Όθωνα έμεινε γνωστή στην ιστορία ως Βαυαροκρατία. Πολύ γρήγορα, οι Βαυαροί ήρθαν σε σύγκρουση με πολέμαρχους και τοπάρχες, πολλοί από τους οποίους καταδυνάστευαν και φορολογούσαν τον ελληνικό λαό ενώ οι ίδιοι δεν πλήρωναν πότε φόρους. Με την βοήθεια των Βαυαρών στρατιωτών του, ο Όθωνας διέλυσε τα άτακτα τμήματα στρατού και οργάνωσε τακτικό στρατό, ίδρυσε δικαστήρια και σχολεία σε όλη την επικράτεια (Πελοπόννησος, Ρούμελη, νησιά). Μετέφερε την πρωτεύουσα στην αρχαιοπρεπή Αθήνα όπου ίδρυσε το πολυτεχνικό σχολείο και την αρχαιολογική υπηρεσία. Όμως, η γερμανική δυσκαμψία των Βαυαρών και η εμμονή τους με την πειθαρχία και την τάξη, δημιούργησαν γρήγορα έντονες αντιδράσεις και εξεγέρσεις από τους ανυπότακτους και απείθαρχους Έλληνες, Η αντίδραση των Βαυαρών ήταν η καταστολή και η σταδιακή μετατροπή της διοίκησης σε αυταρχική, συγκεντρωτική και γραφειοκρατική. Η σύγκρουση ήρθε την 3η Σεπτεμβρίου του 1843 και οδήγησε σε παραχώρηση Συντάγματος και μετατροπή του πολιτεύματος από απόλυτη μοναρχία σε συνταγματική μοναρχία. Παρ' όλα αυτά, η βασιλεία του Όθωνα δεν ολοκληρώθηκε και εκδιώχθηκε από την Ελλάδα το 1862 , υπό την πίεση εξεγέρσεων και επαναστατικών κινημάτων. Αρκετοί από τους Βαυαρούς του παρέμειναν στην χώρα και εξελληνίσθηκαν. Η Βαυαροκρατία τελειώνει στην Ελλάδα, με τις χειρότερες εντυπώσεις και για τις δυο πλευρές, ενώ την βασιλεία της χώρας αναλαμβάνουν οι Δανοί Γλύξμπουργκ.
Παρ' όλα αυτά, το κλασικό ιδεώδες συνεχίζει να εμπνέει τους Γερμανούς και να οδηγεί σημαντικές προσωπικότητες στην Ελλάδα. Ο Γερμανός αρχαιολόγος Ερρίκος Σλήμαν ανασκάπτει και ανακαλύπτει την αρχαία Τροία (1870) και τις Μυκήνες (1876), ενώ το 1876 ιδρύεται το Γερμανικό αρχαιολογικό Ινστιτούτο Αθηνών που φέρνει αρκετούς Γερμανούς αρχαιολόγους στην Ελλάδα. Ο αρχιτέκτονας Ερνστ Τσίλλερ (Ernst Ziller) μετακόμισε το 1868 στην Ελλάδα, όπου έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, έγινε καθηγητής του Πολυτεχνείου (1872) και πολιτογραφήθηκε Έλληνας. Σχεδίασε και έκτισε, κυρίως στην Αθήνα, πάνω από 900 κτίρια, με πρότυπο την αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική, μεταξύ των οποίων πολλά από τα σημερινά δημόσια κτίρια (προεδρικό μέγαρο, Νομισματικό μουσείο, Εθνικό θέατρο, Αρχαιολογικό μουσείο κλπ) και πολλά μέγαρα και επαύλεις των πλουσίων της εποχής (Α. Συγγρός, Σλήμαν, Σταθάτος, Μελάς κλπ).

Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος φέρνει την Ελλάδα στο αντίπαλο στρατόπεδο με την Γερμανία, παρόλο τον γάμο του βασιλιά Κωνσταντίνου Α' με την αδελφή του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β'. Η στάση των πρωταγωνιστών της περιόδου (Κωνσταντίνος, Βενιζέλος) απέναντι στην Γερμανία, συμβάλλει στον εθνικό διχασμό και την τραγωδία που ακολούθησε (Μικρασιατική καταστροφή). Αντίστοιχα, η υποστήριξη στην Τουρκία και η παρότρυνση των σφαγών του Ελλήνων του Πόντου και της Μικράς Ασίας, κάνουν τους Γερμανούς αντιπαθείς στους Έλληνες.

Ο Β΄παγκόσμιος πόλεμος και η Γερμανική κατοχή στοίχισε στην Ελλάδα 500.000 νεκρούς, 150.000 κατεστραμμένα κτίρια και 1700 καμένα χωριά. Η αγροτική παραγωγή έπεσε στο 1/2 της προπολεμικής, η εμπορική ναυτιλία στο 1/3 και η βιομηχανική παραγωγή εκμηδενίσθηκε. Καταστράφηκαν του 70% των υποδομών της χώρας (δρόμοι, λιμάνια, γέφυρες κλπ) ενώ το εθνικό εισόδημα της χώρας έπεσε από τα 63 στα 23 δις δραχμές έως το 1941 ενώ κατέρρευσε έως το τέλος του πολέμου. Στην διάρκεια της παραμονής τους στην Ελλάδα, οι Γερμανοί λεηλάτησαν την γεωργική παραγωγή της χώρας την οποίαν μετέφεραν στην Γερμανία για την κάλυψη των αναγκών του στρατού τους, προκαλώντας λιμό στην Ελλάδα. Μετά την Γερμανική κατοχή η Ελλάδα ήταν μια κατεστραμμένη χώρα, οικονομικά και ηθικά. Οι Έλληνες πάσχισαν για αρκετά χρόνια να καλύψουν τις 1300 θερμίδες που απαιτούνται ημερησίως για την επιβίωση, ενώ η βιομηχανική παραγωγή ανέκτησε τα μεγέθη του 1939 μόλις το 1950.
Για τον λόγο αυτό, μετά τον πόλεμο οι εξαθλιωμένοι πολίτες της νικήτριας αλλά κατεστραμμένης Ελλάδας σύρθηκαν στα εργοστάσια της Γερμανίας, συμβάλλοντας στην γρήγορη ανάκαμψη και στο οικονομικό της θαύμα. Η Γερμανία αξιοποιώντας τον ψυχρό πόλεμο (σχέδιο Μάρσαλ, συμφωνία 1953 κλπ) και την πειθαρχία των πολιτών της κατάφερε να ξαναγίνει σε 30 χρόνια υπερδύναμη, ενώ η Ελλάδα για άλλη μια φορά να βουλιάξει στην δίνη της διαφθοράς, του ρουσφετιού και της επίπλαστης ευημερίας.
Η μετανάστευση στην Γερμανία (625.000 Έλληνες από το 1960 έως το 1973) και είσοδος της Ελλάδος στη Ευρωπαϊκή Ένωση έφερε τους δύο λαούς πιο κοντά, με μικτούς γάμους και προσέγγιση κυρίως της Ελληνικής κοινωνίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τρόπο ζωής. Την περίοδο αυτή, αρκετές γερμανικές επιχειρήσεις εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ενώ αυξήθηκαν οι εξαγωγές ελληνικών αγροτικών προϊόντων στην Γερμανία.

Έλληνες και Γερμανοί, δύο σημαντικοί λαοί για την ανθρωπότητα.
Οι μεν Έλληνες για την κληρονομιά της αρχαίας Ελλάδας στην οποίαν στηρίχθηκε η πολιτική σκέψη και ο πολιτισμός της Ευρώπης, αλλά και στον βυζαντινό Ελληνισμό που συνέβαλε στην αναγέννηση και στον ανθρωπισμό (ουμανισμό) της Ευρωπαϊκής κουλτούρας.
Οι δε Γερμανοί για την συνεισφορά τους στην τεχνολογική εξέλιξη, στην οργάνωση και διαμόρφωση συστημάτων και πολιτικών θεωριών τους τελευταίους δύο αιώνες. Ας μην ξεχνάμε, ότι δεν ήταν Γερμανός μόνο ο Χίτλερ αλλά και ο Μαρξ, η Λούξεμπουργκ, όπως και ο Φάουστ, ο Μπρεχτ και ο Νίτσε.
Οι Έλληνες και οι Γερμανοί συνυπάρχουν στην Ευρωπαϊκή ήπειρο για περίπου 20 αιώνες, με όλες τις επαφές μεταξύ των δυο λαών να καταλήγουν τραυματικές για τους Έλληνες. Οι σημαντικότερες επαφές τους επικεντρώνονται στην εισβολή και λεηλασία του Ελλαδικού χώρου (3ος- 4ος αιώνας) και στους δυο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα, όπου ο ανταγωνισμός των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία, Ρωσία) για κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή ήπειρο, έφεραν την Ελλάδα να βρίσκεται πάντα στο αντίπαλο στρατόπεδο με την Γερμανία.
Τα τελευταία χρόνια, η Γερμανία επιχειρεί για άλλη μια φορά να αποκτήσει τον έλεγχο της ευρωπαϊκής ηπείρου, αυτή την φορά χωρίς όπλα αλλά και χωρίς ανταγωνιστές. Αυτή την φορά, αντίπαλος της είναι οι λαοί της Ευρώπης, ασύντακτοι και ανοργάνωτοι απέναντι στην εφαρμογή του προτεσταντικού γερμανικού οικονομικού μοντέλου που απαιτεί να επιβάλλει. Οι Έλληνες ήταν από τα πρώτα θύματα, καθώς η δομή του κράτους μας, οι παραγωγικές δυνάμεις της χώρας άλλα και η νοοτροπία του λαού μας απέχουν σημαντικά από τους στόχους τους.
Άραγε, θα επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά η ιστορική εμπειρία ή οι Έλληνες θα καταφέρουν επιτέλους να διαμορφώσουν την μοίρα τους.