Η Αγγλική τράπεζα Lloyd's δάνεισε στούς Ελληνες επαναστάτες το 1823 και 1824 συνολικά 2,8 εκατ χρυσές λίρες για τούς σκοπούς της επανάστασης, προσβλέποντας την επιστροφή τους απο το κράτος που θα δημιουργούσαν. Από το ποσό αυτό, μόνο το 20% έφτασε στον προορισμό του, ενώ το υπόλοιπο κατακρατήθηκε ώς κόστος "υποτίμησης" (λόγω χαμηλής φερεγγυότητας του δανειστή) , προμήθεις και μεσιτικά έξοδα. Οσο η ελληνική επανάσταση δεν απέδιδε καρπούς, δηλαδή την δημιουργία κράτους, το "δάνειο της ανεξαρτησίας" δεν μπορούσε να εξυπηρετηθεί, οδηγώντας το 1827 σε παύση πληρωμών και την 1η χρεωκοπία. Οι μεγάλες δυνάμεις, στην προσπάθειά τους να διασώσουν την ελληνική επανάσταση, συμμετέχουν στην ναυμαχία του Ναυαρίνου οδηγώντας στην δημιουργία του Ελληνικού κράτους, απο το οποίο θα μπορούσαν κάποτε να εισπράξουν.
Ετσι, το 1827 δημιουργείται το νεοελληνικό κράτος και στις 14/4/1827 αναλαμβάνει πρώτος κυβερνήτης του ο Καποδίστριας, ο οποίος για να κάνει το κράτος να λειτουργήσει βάζει λεφτά απο την προσωπική του περιουσία (ίσως και απο του τσάρου, του οποίου υπήρξε υπουργός εξωτερικών) και εκδίδει τα πρώτα ελληνικά χαρτονομίσματα, τα οποία όμως δεν είχαν αντίκρισμα στις διεθνείς αγορές. Ο Καποδίστριας προσπαθεί να συνάψει δάνειο με Αγγλικές και Γαλλικές τράπεζες, οι οποίες αρνούνται λόγω των υφιστάμενων χρεών και της σχέσης του με την Ρωσσία. Το 1831 δολοφονείται ο Καποδίστριας και οι μεγάλες δυνάμεις συμφωνούν να αναλάβει την διακυβέρνηση της χώρας ο πιό αξιόπιστος, λόγω καταγωγής, Βαυαρός πρίγκηπας Οθων.
Ο Οθων έρχεται στην χώρα το 1832 και, καθότι ανήλικος, η χώρα κυβερνάται έως το 1835 απο τους Βαυαρούς αντιβασιλείς του, οι οποίοι καταφέρνουν να δανεισθούν απο Αγγλικές και Γαλλικές τράπεζες 60 εκατ. χρυσά γαλλικά φράγκα. Το νέο δάνειο χορηγείται με την προυπόθεση να εξοφληθεί το παλαιό δάνειο (33 εκατ. φράγκα) ενώ το υπόλοιπο ποσό χρησιμοποιείται για να αγορασθούν απο τους Τούρκους η Αττική, Εύβοια και μέρος της Φθοιώτιδος (12,5 εκατ.φράγκα) αλλά και για να συντηρηθεί ο στρατός που έφεραν μαζί τους οι Βαυαροί. Η νεοσύστατη χώρα, παρόλες τις προσπάθειες των Βαυαρών, δεν καταφέρνει να δημιουργήσει ανάπτυξη, ούτε και φορολογικό μηχανισμό και το 1843 οδηγείται στην 2η πτώχευση.
Τα επόμενα χρόνια και ενώ κανένας ξένος οίκος δεν δάνειζε την χώρα, οι ανάγκες εξυπηρετούνται με εσωτερικό δανεισμό μέχρι το 1879 όπου ξεκινά και πάλι ο δανεισμός απο τράπεζες του εξωτερικού. Λόγω της μειωμένης φερεγγυότητας της χώρας τα δάνεια συνάπτονται με υψηλά επιτόκια (5,5 - 8,7%) σε σχέση με τα επιτόκια δανεισμού των λοιπών ευρωπαικών κρατών (3-4%). Τα νέα δάνεια χρησιμοποιούνται για εξυπηρέτηση των παλαιών, για αγορά απο την Τουρκία επαρχιών της Θεσσαλίας, για προμήθεια πολεμικού υλικού αλλά κυρίως για δημιουργία υποδομών. Η κυβέρνηση Τρικούπη εκπονεί σχέδιο δημοσίων υποδομών (σιδηρόδρομος, λιμάνια, δημόσια κτίρια κλπ) απαραίτητων για ένα σύγχρονο κράτος αλλά που υπερέβαιναν κατά πολύ τις δυνάμεις της χώρας. Οι δαπάνες αυτές σε συνδυασμό με την παρατεταμένη επιστράτευση που εφάρμοσε ο επόμενος πρωθυπουργός Δελλιγιανης για την κρίση της Ανατολικής Ρωμυλίας, αύξησαν κατακόρυφα, στα μέσα την δεκαετίας τού 1880, το δημόσιο έλλειμα.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης, που διαδέχθηκε στην πρωθυπουργία τον Δελιγιάννη, προσπάθησε να αντιστρέψει την κατάσταση με νέα δάνεια και φορολογικές επιβαρύνσεις, ενώ παράλληλα εφάρμοσε πρόγραμμα ταχύρυθμης ανάπτυξης της χώρας. Η κατάσταση όμως επιδεινώθηκε λόγω της παγκόσμιας κρίσης της σταφίδας, κύριου εξαγωγικού προιόντος της χώρας, οδηγώντας το δημόσιο χρέος το 1893 στα 580 εκατ. φράγκα (850 εκατ.χρυσές δραχμές), ενώ τα έσοδα του ελληνικού κράτους ήταν μόλις 64 εκατ.φράγκα. Μετά απο αυτά, οδηγείται ο Χαρίλαος Τρικούπης να δηλώνει στις 10/12/1893 στην Βουλή το περίφημο "δυστυχώς επτωχεύσαμε" και να κηρύσει μείωση της εξυπηρέτησης των τόκων δανείων κατά 30% και αναστολή πληρωμής των χρεωλυσίων. Ετσι, η χώρα φτάνει στην 3η πτώχευση.
Η χώρα, παρόλη την άσχημη οικονομική κατάσταση, οδηγείται το 1897, με την παρότρυνση των μεγάλων δυνάμεων, σε πόλεμο με την Τουρκία σε μιά προσπάθεια απόκτησης νέων εδαφών που θα δημιουργούσαν ανάπτυξη. Το εγχείρημα δεν πετυχαίνει και οι Τούρκοι προελαύνουν στο Ελληνικό κράτος και ανακόπτονται στην Λαμία με την παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων οι οποίες προσπαθούν για άλλη μιά φορά να διασώσουν τον πιστωτή τους. Ετσι, αντί για ανάπτυξη, ο "ατυχής πόλεμος" επιδεινώνει την οικονομική κατάσταση προσθέτοντας χρέη 4 εκατ. λιρών για πολεμικές αποζημιώσεις στην Τουρκία.
Η χώρα τίθεται υπό επιτήρηση απο τις προστάτιδες δυνάμεις Αγγλία,Γαλλία και Ρωσσία που οδηγεί σε ψήφιση απο την βουλή νόμου περί "Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου" ο οποίος προβλέπει περιορισμό των δαπανών και επιπλέον φορολογία τα οποία τηρούνται ευλαβικά για 20 χρόνια.
Οι βαλκανικοί πόλεμοι, που προσθέτουν στην χώρα τα νέα εύφορα εδάφη της Μακεδονίας, αλλά και η ένταξη της χώρας στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό της Αντάντ, αναθεωρούν την επιτήρηση και η χώρα αρχίσει να δανείζεται ξανά, κυρίως για την συντήρηση και εξοπλισμό του στρατού, που πολεμά επί 10 συνεχόμενα έτη, φτάνοντας το 1920 να χρωστά 1,65 δισ. χρυσές δραχμές.
Το 1922, μετά την ήττα στην Μ.Ασία, η χώρα είναι έτοιμη για πτώχευση, η οποία αποφεύγεται απο το "κόψιμο' των χαρτονομισμάτων που εφάρμοσε ο τότε υπουργός Οικονομικών, Π.Πρωτοπαπαδάκης και το δάνειο της Κοινωνίας των Εθνών για τους πρόσφυγες. Ομως, οι ανάγκες αναδιοργάνωσης του στρατού και της χώρας και της περίθαλψης των προσφύγων, οδηγούν την χώρα σε νέο υπερβολικό δανεισμό, φτάνοντας τον Μάρτιο του 1931,να χρωστάει 2,87 εκατ.χρυσά γαλλικά φράγκα. Η κατάσταση επιδεινώνεται σημαντικά απο την βίαιη διεθνή ύφεση, αποτέλεσμα του κράχ του 1929 που έπληξε τις εξαγωγές σταφίδας, καπνού και ελαιολάδου της χώρας ενω παράλληλα της στέρησε το μεταναστευτικό συνάλλαγμα απο τις ΗΠΑ και τις προσόδους απο την ναυτιλία. Ετσι, η χώρα οδηγείται τον Μαίο 1932 στην 4η πτώχευση και η κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου σε παραίτηση.
Για να καταλάβουμε το μέγεθος της επιβάρυνσης των τόκων στο Ελληνικό χρέος αποτέλεσμα των ληστρικών επιτοκίων,υψηλών προμηθειών και πολιτικών "υποβάθμισης" των δανείων, που εφάρμοζαν οι πιστωτές της Ελλάδος, αξίζει να σημειωθεί ότι η χώρα, απο το 1823 έως το 1932, δανείσθηκε συνολικά 2,2 εκατ.χρυσά γαλλικά φράγκα, ενώ την ίδια περίοδο είχε αποπληρώσει 2,4 εκατ. φράγκα και παλι χρωστούσε άλλα 2,87 εκατ.φράγκα.
Σε λιγότερο απο 10 χρόνια και ενώ η χώρα αξιοποιώντας το εργατικό δυναμικό των προσφύγων και την αγροτική παραγωγή της Μακεδονίας, αρχίζει να αναπτύσεται σιγά-σιγά, ξεκινάει ο 2ος παγκόσμιος πόλεμος και η γερμανική κατοχή που οδηγούν την χώρα σε παύση πληρωμών. Ο εμφύλιος που ακολουθεί ολοκληρώνει την αποσύνδεση του παραγωγικού ιστού της χώρας, η οποία παρά την ενίσχυση απο το σχέδιο Marshal βρίσκεται στα τέλη της δεκαετίας του 1940 σε δεινή οικονομική κατάσταση. Η κατάσταση σώζεται απο τον Σ.Μαρκεζίνη που "κόβει" τρία μηδενικά απο την δραχμή και δημιουργεί το 1950 την νέα δραχμή της σταθεροποίησης, η οποία έως το 1953 υποτιμείται συνολικά 8 φορές.
Τα προπολεμικά δάνεια, διακανονίζονται το 1952-53 απο τον Σ.Μαρκεζίνη και αποπληρώνονται σταδιακά έως το 1967, προσθέτοντας όμως νέους τόκους που ανεβάζουν την αποπληρωμή στα 6,4 δις δραχμές. Παράλληλα η οκταετία Καραμανλή 1955-63 συνοδέυεται απο υψηλή ανάπτυξη και περιορισμό των δαπανών που μειώνουν την ανάγκη επιπλέον δανεισμού. Την μεταπολεμική περίοδο, οι γεωστρατηγικές αλλαγές, διαφοροποιούν και τους δανειστές της χώρας που σε μεγάλο βαθμό προέρχονται πιά απο την άλλη πλευρά του Ατλαντικού.Την περίοδο της δικτατορίας, η διεθνής απομόνωση , στρέφει τον δανεισμό στο εσωτερικό της χώρας, ο οποίος τετραπλασιάζεται φτάνοντας το 1974 στα 115 δισ δρχ (22% ΑΕΠ). Η ίδια πολιτική του εσωτερικού δανεισμού ακολουθείται και τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης φτάνοντας το δημόσιο χρέος το 1981 στα 1,2 τρις δρχ (33% ΑΕΠ).
Την δεκαετία που ακολουθεί διευρύνεται εντυπωσιακά ο δημόσιος τομέας της χώρας και οι αντίστοιχες δαπάνες του. Ενω το 1981 οι δημόσιοι υπάλληλοι της χώρας δεν ξεπερνούσαν τους 300.000, το 1990 εκτινάζονται μαζί με τις ΔΕΚΟ, τράπεζες κλπ στις 640.000 και το δημόσιο χρέος στα 11,2 τρίς δρχ (81% ΑΕΠ). Παράλληλα, εφαρμόζονται πολιτικές ενίσχυσης τομέων της οικονομίας που δεν έχουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα παρα μόνο την στήριξη του εισοδήματος των εμπλεκόμενων στους κλάδους αυτούς. Αντίθετα, το μεγαλύτερο μέρος της ανάπτυξης της χώρας στηρίζεται στα δημόσια έργα που πραγματοποιούνται με κοινοτικές επιχορηγήσεις και νέα δάνεια. Αποτέλεσμα αυτών, απο το 1993 και μετά το δημόσιο χρέος της χώρας να είναι πάντα μεγαλύτερο του 95% του ΑΕΠ, φτάνοντας το 2009 στα 304 δις ευρώ (108% ΑΕΠ).
Συμπέρασμα : ούτε είναι η πρώτη φορά που μας συμβαίνει, ούτε η πρώτη φορά που οι ξένοι δανειστές μας φοβούνται μην χάσουν τα λεφτά τους, ούτε η πρώτη φορά που τους τη κάνουμε.
Γιαυτό, ψυχραιμία !
4 σχόλια:
Μπράβο, Vassper! Πολύ κατατοπιστική η ανάρτησή σου εξ απόψεως ιστορικής. Για το εάν αυτή η αναδρομή θα μας βοηθήσει να παραμείνουμε (αν ήμασταν ποτέ;) ψύχραιμοι, αμφιβάλλω!...
Μετά από ένα τόσο κατατοπιστικό, όσο και αναλυτικά εξαίρετο, άρθρο μπορούμε ως πολίτες του διαχρονικού κράτους - μπαταχτσή να αναφωνίσουμε γεμάτοι ενθουσιασμό και εθνική υπερηφάνια ότι "δε θα πεθάνουμε ποτέ κουφάλα νεκροθάφτη"...
"Η Αγγλική τράπεζα Lloyd's δάνεισε στούς Ελληνες επαναστάτες το 1823 και 1824 συνολικά 2,8 εκατ χρυσές λίρες για τούς σκοπούς της επανάστασης." Σε ποιούς τα δάνεισε ακριβώς?
Τα πρώτα δάνεια του νεοελληνικού κράτους, ύψους 2,8 εκατ χρυσών λιρών, διαχειρίσθηκε επιτροπή που ορίσθηκε στην Β’ εθνοσυνέλευση του Άστρους (Απρίλιος 1823) και τελούσε υπό την εποπτεία του γενικού γραμματέα της Εκτελεστικής εξουσίας, Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου.
Την επιτροπή αποτελούσαν ο Ηπειρώτης οικονομολόγος Ανδρέας Λουριώτης, ο Σπετσιώτης καραβοκύρης Ιωάννης Ορλάνδος (γαμπρός του Κουντουριώτη) , ο Ιωάννης Ζαΐμης (αδελφός του μετέπειτα πρωθυπουργού Ανδρέα Ζαΐμη) και ο Ανδρέας Πολυζωίδης.
Τα δάνεια ελήφθησαν στο όνομα του υπό σύσταση Ελληνικού κράτους, το οποίο εκπροσωπούσε η επιτροπή και κανένας ποτέ δεν αμφισβήτησε την αρμοδιότητά της ή την λήψη των χρημάτων των δανείων. Εκπρόσωποι των δανειστών ήταν οι αφοι Ricardo (εβραίοι τραπεζίτες στο Λονδίνο) οι οποίοι είχαν συστήσει ένα fund Άγγλων δανειστών με την επιμελητεία της Lloyd bank.
Τα δάνεια της ανεξαρτησίας ελήφθησαν με δυο συμβάσεις :
Η 1η σύμβαση έγινε στις 20/2/1824 και αφορούσε δάνειο ύψους 800.000 λιρών που εκχωρήθηκε στο άρτιο του 59% (472.000 λίρες) ενώ το υπόλοιπο κάλυψε τις επισφάλειες των δανειστών (κάτι σαν το σημερινό spread) απέναντι στην χαμηλή φερεγγυότητα των επαναστατών, που εκπροσωπούσαν ένα κράτος που πιθανώς να συσταθεί. Επιπλέον αυτών, κρατήθηκαν έξοδα, προμήθειες, τόκοι και χρεολύσια 2 ετών και τα προγενέστερα δάνεια των Άγγλων ιδιωτών που χειρίσθηκε ο λόρδος Βύρων και τελικά αποδόθηκαν στην επιτροπή 305.000 λίρες.
Τα λεφτά αυτά παρελήφθησαν στο Μεσολόγγι από το «Εκτελεστικό», που είχε αρμοδιότητες κυβέρνησης με πρόεδρο τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και γραμματέα τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και χρησιμοποιήθηκαν για αγορά πολεμοφοδίων και ως «τροφεία» των επαναστατών, δηλαδή μηνιαία αμοιβή (σε γρόσια) που έδιναν σε κάθε επαναστάτη. Τα «τροφεία» εισέπρατταν οι καπετάνιοι για λογαριασμό όλης της ομάδας και τα μοίραζαν στους άνδρες τους. Τότε παρατηρήθηκε το φαινόμενο, οι καπετάνιοι είτε να δίνουν στους άνδρες τους λιγότερα είτε να δηλώνουν περισσότερους άνδρες με ψεύτικους καταλόγους. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του καπετάν Γκούμα που ενώ είχε 3.000 άνδρες, έπαιρνε «τροφεία» για 12.000 άνδρες.
Η 2η σύμβαση έγινε λίγους μήνες αργότερα και αφορούσε 2 εκατ λίρες στο άρτιο του 55% (1,1 εκατ λίρες) ενώ το υπόλοιπο κάλυψε τις επισφάλειες των δανειστών. Όπως και στην 1η σύμβαση, κρατήθηκαν έξοδα, μεσιτικά και τοκοχρεολύσια δύο ετών και αποδόθηκαν τελικά 591.000 λίρες.
Από αυτά, 156.000 λίρες στάλθηκαν στις ΗΠΑ για την κατασκευή δύο φρεγατών, από τις οποίες παραλάβαμε μόνο μία, την «Ελλάς», την οποίαν όμως έκαψε ο Ανδρέας Μιαούλης στις 1/8/1831 στο λιμάνι του Πόρου, όταν επαναστάτησε εναντίον του Καποδίστρια.
Επίσης, 123.000 λίρες εστάλησαν στην Αγγλία για την κατασκευή έξι πολεμικών πλοίων, από τα οποία παραλάβαμε μόνο τέσσερα και μάλιστα μετά το τέλος της επανάστασης, το «Καρτερία» (1826) το «Επιχείρηση» (1827), το «Ερμής» (1828) και άλλο ένα το 1829. Επίσης, δόθηκαν 37.000 λίρες ως αμοιβές στον Άγγλο ναύαρχο Cohran ο οποίος ήρθε στην Ελλάδα για την οργάνωση του ναυτικού ενώ άλλες 77.200 λίρες δόθηκαν για αγορά πολεμοφοδίων.
Όμως το μεγαλύτερο μέρος της 2ης σύμβασης (197.800 λίρες) κατασπαταλήθηκαν στους εμφυλίους που ακολούθησαν, οι οποίοι σε μεγάλο βαθμό προκλήθηκαν από τον τρόπο διαχείρισης του.
Τότε ξεκίνησαν οι πελατειακές σχέσεις στην χώρα μας, καθώς και στις δυο εμφύλιες συρράξεις που ακολούθησαν, μεταξύ «αντικυβερνητικών» (Κολοκοτρώνης) και «κυβερνητικών» (Κουντουριώτης, Μαυροκορδάτος, Μιαούλης κλπ) το 1823-24 αλλά και μεταξύ Μωραϊτών (Κολοκοτρώνης, Λόντος, Δεληγιάννης) και Ρουμελιωτών-Νησιωτών (Κουντουριώτης, Μπότσαρης, Κωλλέτης κλπ) το 1824-25, οι αντίπαλες παρατάξεις χρησιμοποίησαν τα λεφτά της 2ης σύμβασης για να προσελκύουν υποστηριχτές είτε μέσω στρατολογήσεων-διορισμών είτε μέσω συμβάσεων προμηθειών υλικών με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν το 1830, ανέλαβε ο Καποδίστριας, βρήκε στο ταμείο του κράτους μόνο 1 νόμισμα και αυτό κίβδηλο.
Δημοσίευση σχολίου