Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2016

απασχόληση : η αχχίλειος πτέρνα της Ελληνικής οικονομίας


Σε πρόσφατη ομιλία της σε συνέδριο, η Διοικητής του ΟΑΕΔ κ.Καραμεσίνη ανέφερε ότι η χώρα μας κατέγραψε την οκταετία 2008-2016, μείωση των κατώτατων μισθών κατά 19,5% ενώ αντίστοιχα, άλλα κράτη της ΕΕ τα οποία είχαν την ίδια πορεία με την Ελλάδα (μνημόνιο, λιτότητα κλπ) έχουν αρχίσει τις αυξήσεις (Ισπανία : 1,3%, Ιρλανδία : 5,2% και Πορτογαλία : 14,9%). Την ίδια περίοδο, ο μέσος μισθός στην χώρα μας μειώθηκε κατά 28%  οδηγώντας τα μεσαία στρώματα στα όρια της επιβίωσης, χωρίς όμως να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία υποβαθμίσθηκε και άλλο (86η θέση από 81η πέρυσι) ούτε να μειώσει την ανεργία, η οποία έχει κολλήσει στο 25%.

Είναι προφανές ότι η ελληνική οικονομία αδυνατεί να ανακάμψει παρ’ όλες τις εξαγγελίες και τις προσπάθειες όλων των κυβερνήσεων της περιόδου της κρίσης. Είναι επίσης προφανές, ότι η οικονομία δεν θα ανακάμψει μειώνοντας τις αμοιβές των εργαζομένων, αντίθετα θα συνεχίσει να στροβιλίζεται στον λαβύρινθο της ύφεσης. Η μείωση των αμοιβών των εργαζομένων οδηγεί σε μείωση της κατανάλωσης και αδυναμία πληρωμής υποχρεώσεων (εφορεία, ΔΕΗ κλπ), που ανακυκλώνει το πρόβλημα, ενώ ταυτόχρονα η ανταγωνιστικότητα δεν βελτιώνεται καθώς η συμμετοχή της εργασίας στο κόστος παραγωγής των κλάδων στόχου της ελληνικής οικονομίας δεν είναι υψηλή. Το παράδειγμα των υψηλών μισθών όλων των ανεπτυγμένων κρατών το επιβεβαιώνει.

Αντίστοιχα, δεν θα οδηγήσει στην ανάπτυξη ούτε η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων σε επίπεδα Βουλγαρίας (10%), καθώς οι επιχειρήσεις που θα φέρουν την ανάπτυξη (μεσαίου και μεγάλου μεγέθους, στηριζόμενες στην καινοτομία και την εξωστρέφεια) δεν στηρίζονται στην μικρή φορολογία αλλά στην ανταγωνιστικότητα. Απόδειξη για αυτό, οι ισχυρές οικονομίες όπως η Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία κλπ όπου η φορολογία είναι ακόμα υψηλότερη από την Ελλάδα. Το μόνο που θα επιτύχει η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι η μικρή παράταση ζωής των προβληματικών επιχειρήσεων (συνήθως πολύ μικρών) που ούτε μέλλον έχουν, ούτε προσφέρουν ή προσέφεραν ποτέ στην εθνική οικονομία καθώς οι περισσότερες από αυτές επιβίωναν χάρη στην φοροδιαφυγή και την μαύρη εργασία.

Δυστυχώς, τις τελευταίες δεκαετίες, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα προσανατολίσθηκε στην δημιουργία πολύ μικρών επιχειρήσεων, κυρίως ατομικών στον τομέα των υπηρεσιών (εστίαση, εμπόριο ρούχων κλπ) που δεν προώθησαν ούτε την καινοτομία, ούτε την ανταγωνιστικότητα και την εξωστρέφεια αλλά στηρίζονταν στην «ευελιξία» και την υπερεργασία του επιχειρηματία-αυτοαπασχολούμενου. Με άλλα λόγια, η επιχειρηματικότητα στην χώρα μας αναπτύχθηκε ως επιχειρηματικότητα ανάγκης και όχι ευκαιρίας, καθώς o επίδοξος επιχειρηματίες στην ουσία δημιουργούσε μια θέση εργασίας (την δικιά του), την οποίαν προσπαθούσε να διατηρήσει πάση θυσία. Ο στόχος ήταν ένας : η απασχόληση και στο όνομά της, η Πολιτεία έκανε τα στραβά μάτια σε παρατυπίες και παρανομίες. Αυτή η επίπλαστη επιχειρηματικότητα, που ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία του Έλληνα (κανέναν πάνω από το κεφάλι μου) ενισχύθηκε από την εισροή του δανεικού χρήματος (φθηνού μετά την θέσπιση του ευρώ) αλλά και του «μαύρου» χρήματος, το οποίο πολλαπλασιαζόταν όσο αυξανόταν αυτή η κατηγορία «επιχειρηματιών». Το αποτέλεσμα ήταν ένας μετασχηματισμός στην δομή της ελληνικής οικονομίας η οποία μετατράπηκε σε οικονομία κατανάλωσης και ανακύκλωσης του χρήματος εντός της χώρας. Ο μεταπρατισμός προήχθη σε ιδεολογία και στάση ζωής και η ανηθικότητα απενοχοποιήθηκε στον βωμό του κέρδους ή της επιβίωσης. Η πολιτική εξουσία, από την φύση της μεταπρατική, ενορχήστρωνε την παράσταση χωρίς να προβληματίζεται για τις μελλοντικές επιπτώσεις ενώ η επιχειρηματική κοινότητα προσαρμόστηκε στο νέο μοντέλο, απολαμβάνοντας τα κέρδη της.

Την ίδια περίοδο, η πλασματική οικονομική ευρωστία έδωσε το άλλοθι στην πολιτική τάξη να ενισχύσει υπέρμετρα τον δημόσιο τομέα διαμορφώνοντας ένα πλέγμα πελατειακών σχέσεων με τους πολίτες με μοναδικό σκοπό την διατήρηση της εξουσίας. Ο διορισμός στο δημόσιο έγινε επαγγελματική διέξοδος και στόχος ζωής των Ελλήνων, όσων δεν ονειρευόταν το δικό τους μαγαζάκι. Έμποροι, εισαγωγείς, αυτοαπασχολούμενοι επιστήμονες, εστιάτορες, μεσίτες κλπ κλάδοι παροχής υπηρεσιών σε συνδυασμό με το υπέρογκο δημόσιο, αύξησαν τις τελευταίες δεκαετίες την συμμετοχή του τριτογενή τομέα στο 85% του ΑΕΠ της χώρας μας, σημαντικά υψηλότερο των αντίστοιχων χωρών. Η εργασιακή διάρθρωση της Ελλάδας άρχισε να προσομοιάζει με χώρες υψηλού πρωτογενούς πλούτου όπως το Ντουμπάϊ, με την διαφορά ότι από εμάς έλειπε το πετρέλαιο.

Ο παραπάνω μετασχηματισμός είχε εγκληματικές επιπτώσεις στην πραγματική παραγωγική οικονομία ή οποία σταδιακά υποβαθμίσθηκε και εγκαταλείφθηκε. Οι παραγωγικές επιχειρήσεις μέσα στο πνεύμα της εποχής μετατράπηκαν σε αντιπροσώπους ξένων οίκων που τους διασφάλιζαν υψηλά περιθώρια κέρδους, εγκαταλείποντας κάθε προσπάθεια καινοτομίας και εκσυγχρονισμού. Οι αγρότες στράφηκαν στις «εύκολες» καλλιέργειες οι οποίες έδιναν υψηλές επιδοτήσεις, που όμως διοχετεύθηκαν στην κατανάλωση και όχι στην βελτίωση των υποδομών τους. Έτσι, από το 1981 (είσοδος στην ΕΟΚ) έως το 2011 είδαμε στην Ελλάδα να τριπλασιάζονται οι μικροεπιχειρήσεις και οι αυτοαπασχολούμενοι και να διπλασιάζονται οι δημόσιοι υπάλληλοι. Ταυτόχρονα, μειώθηκαν στο μισό οι αγρότες και οι εργαζόμενοι στην βιοτεχνία/βιομηχανία. Η χώρα αποβιομηχανοποιήθηκε από άκρη σε άκρη χωρίς καμία προσπάθεια βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας. Ο γιός του αγρότη έγινε δικηγόρος και η γη έμεινε ακαλλιέργητη ενώ η κόρη του βιοτέχνη άνοιξε τυροπιτάδικο απέναντι από το υπουργείο Βιομηχανίας. Φυσικά, δεν κατακρίνω τα συγκεκριμένα παιδιά απλά στηλιτεύω την στροφή της ελληνικής κοινωνίας. 

Η σύγχρονη Ελλάδα, από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους έως σήμερα διαμόρφωσε μία οικονομία που στηριζόταν στον μεταπρατισμό και τον καιροσκοπισμό. Κανένα όραμα ή σχεδιασμός για το μέλλον και φυσικά καμία οργάνωση της λειτουργίας της αγοράς. Η οικονομία διατηρήθηκε «κλειστή» ώστε να ευνοούνται οι κρατικοδίαιτοι, οι οποίοι λειτουργούσαν συγκυριακά (όσο οι φίλοι ήταν στα πράγματα) και δεν δημιούργησαν ποτέ εθνική αστική τάξη ούτε ανέπτυξαν πραγματικές παραγωγικές δομές. Αντίθετα, η πολιτική ελίτ της χώρας ανέπτυξε μία αξιοσημείωτη ικανότητα δανεισμού από το εξωτερικού υποθηκεύοντας την γεωστρατηγική θέση και τις συμμαχίες της χώρας που καθοριζόταν συνήθως από τούς δανειστές μας. Όταν οι συνθήκες δυσκόλευαν, ο λαός αναλάμβανε την αποπληρωμή (ηθική και υλική) και ένα τμήμα του μετανάστευε για να διασφαλίσει την επιβίωση του και να στηρίξει και αυτούς που έμεναν πίσω. Αυτοί πού έμεναν στην χώρα αναγκαστικά οδηγούταν στην εξεύρεση ατομικών λύσεων για να επιβιώσουν, καθώς η έλλειψη πραγματικής παραγωγικής βάσης της ελληνικής οικονομίας δεν διασφάλιζε σταθερή εργασία στους πολίτες. Κάπως έτσι διαμορφώθηκε η νοοτροπία του διορισμού στο δημόσιο και της εμμονής στις σπουδές που θα σε οδηγούσαν είτε στο δημόσιο είτε σε ένα ασφαλές ιδιωτικό επάγγελμα (ιατρός, μηχανικός κλπ).

Όλα λοιπόν για την απασχόληση, η οποία αναδεικνύεται διαχρονικά το βασικό πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας (και κοινωνίας) και έπρεπε να λυθεί με οποιαδήποτε κόστος. Στο όνομά της, η κάθε επαγγελματική ομάδα που μπορούσε, δημιουργούσε προνόμια για τον εαυτό της αδιαφορώντας για την επίπτωση τους στους υπολοίπους (αύξηση τιμών, κόστους υπηρεσιών κλπ) αφήνοντας ταυτόχρονα χώρο στην κερδοσκοπία και την διαφθορά. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, τις τελευταίες δεκαετίες να αναπτυχθούν υπέρμετρα και αντιπαραγωγικά κάποιοι κλάδοι ωφελούμενοι κυρίως από το δανεικό και το «μαύρο» χρήμα. Η ευμάρεια τους είχε σαν συνέπεια την επαγγελματική στροφή πολλών πολιτών προς τους κλάδους αυτούς, αυξάνοντας περαιτέρω την επιρροή και τον θεσμικό ρόλο των κλάδων αυτών στην οικονομία. Η διακοπή της ροής του δανεικού χρήματος ανέδειξε το πρόβλημα που δεν είναι άλλο από τον προστατευτισμό κάποιων επαγγελματικών ομάδων και την αδυναμία της οικονομίας να συντηρήσει τόσο μεγάλο τριτογενή τομέα χωρίς την ανάλογη παραγωγή. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως μια μεταστροφή πρός την παραγωγή. Με πιο απλά λόγια, η ελληνική οικονομία δεν μπορεί πλέον να συντηρήσει τόσους πολλούς έμπορους, αυτοαπασχολούμενους και δημοσίους υπαλλήλους ούτε να απορροφήσει τους πλεονάζοντες νέους που σπουδάζουν. Αντίθετα, χρειάζεται δυνάμεις στον τουρισμό και την αγροτική παραγωγή/μεταποίηση που μπορούν να δημιουργήσουν εισόδημα και να αναπτυχθούν.

Τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας ήταν και είναι διαρθρωτικό και δεν θα λυθεί αν δεν πραγματοποιηθούν μεταρρυθμίσεις στην λειτουργία των θεσμών.  Δεν είναι τυχαίο, ότι οι περισσότεροι οικονομικοί αναλυτές (Έλληνες και ξένοι) θεωρούν ότι τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας είναι :
1.  Ασταθές και ασαφές φορολογικό περιβάλλον αντιπροτείνοντας την υιοθέτηση σταθερού (ορίζοντα 20-ετίας) φορολογικού συστήματος με απλές/σαφείς διατάξεις και ανταγωνιστικούς φορολογικούς συντελεστές (όχι κατ’ ανάγκη ιδιαίτερα χαμηλούς).
2.    Πολυνομία και καθυστέρηση της απόδοσης δικαιοσύνης προτείνοντας και στον τομέα αυτό ένα απλό, σαφές και σταθερό περιβάλλον χωρίς πολυνομία και αρνησιδικία που στην ουσία καταλήγουν στην ανομία.
3.      Υψηλή γραφειοκρατία ή οποία ευνοείται από την πολυνομία και την ασάφεια των νόμων και κανονισμών καθιστώντας πολλές φορές τον επίδοξο επιχειρηματία όμηρο των κρατικών και πολιτικών μηχανισμών.  
4.      Αναποτελεσματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης ευνοώντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό, την κρατικοδίαιατη επιχειρηματικότητα και την στρεβλή λειτουργία της αγοράς.
   
Εκτός από τα αυτά, την τελευταία οκταετία έχει αναδειχθεί και ένα επιπλέον πρόβλημα : η αδυναμία λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος το οποίο δεν μπορεί να επιτελέσει τον θεσμικό του ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας λόγω ελλείψεως ρευστού. Αντίθετα, χρειάζεται το ίδιο στήριξη, η οποία δίνεται κατά περιόδους από τις σάρκες του δημόσιου χρέους.

Κατά την γνώμη μου, τα παραπάνω προβλήματα της ελληνικής οικονομίας αναδεικνύουν, εκτός των άλλων και ένα σημαντικό ερωτηματικό στην λειτουργία της ίδιας της δημοκρατίας καθώς αντιστρατεύονται την ισονομία και τις ίδιες ευκαιρίες που πρέπει να δίνει ένα δημοκρατικό κράτος στους πολίτες του, ενώ αντίθετα ενισχύουν την διαπλοκή, την διαφθορά και τελικά την ευνοιοκρατία. Η επίλυση τους φαίνεται ότι είναι τρομακτικά δύσκολη διότι πίσω από κάθε πρόταση λύσης κρύβονται συμφέροντα ατόμων, κοινωνικών ομάδων και επαγγελματικών κλάδων που ξαφνικά θα χάσουν προνόμια και δικαιώματα καταλήγοντας πάλι στο πρόβλημα της απασχόλησης.

Προλαβαίνοντας την σκέψη κάποιων θα συμφωνήσω ότι την βασική ευθύνη έχουν η πολιτική και επιχειρηματική τάξη της χώρας, όμως αυτή την περίοδο έχουμε μια διαμορφωμένη κατάσταση την οποίαν πρέπει να επιλύσουμε και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε να διασφαλίσουμε ότι δεν θα επαναληφθεί. Το δανεικό και το «μαύρο» χρήμα κάποτε τελειώνουν και έρχεται η ώρα της πληρωμής η οποία είναι πάντα επώδυνη. Ο Ιούλιος Καίσαρας είπε κάποτε ότι «αν θέλεις να κατακτήσεις έναν ανυπότακτο λαό, δάνεισε του χρήματα» αναφερόμενος στην πολιτική που εφάρμοσε για την προσάρτηση της Αιγύπτου και του ΠοντοΑρμενικού κράτους του Μιθριδάτη, μέσω του δανεισμού χρημάτων που δεν χρειαζόταν και μετατράπηκαν σε παλάτια και στάδια. Υπερθεματίζοντας, θα αναφέρω ότι «αν θες να ελέγξεις έναν λαό, δάνεισε του χρήματα». Η ιστορία διδάσκει, αλλά πρέπει να την γνωρίζουμε.

Σήμερα, η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας φαντάζει αδιέξοδη και δεν πρόκειται να επιλυθεί αν δεν πραγματοποιηθούν σημαντικές μεταρρυθμίσεις που αφορούν πρωτίστως στην λειτουργία της δημοκρατίας. Δυστυχώς, στην χώρα μας δεν έχουμε ακόμα διασφαλίσει το αυτονόητο και αναλωνόμαστε στο κατ’ επίφαση πρόσημο (αριστερό, δεξιό, κεντρώο κλπ) των πολιτικών της κάθε κυβέρνησης με μοναδικό στόχο την νομή της εξουσίας. Και όταν αναφέρομαι στο αυτονόητο, εννοώ την σωστή λειτουργία των θεσμών του κράτους και της δικαιοσύνης, δηλαδή την ισοπολιτεία. Οι Έλληνες είναι ένας έξυπνος και ικανός λαός που μπορεί να διαπρέψει όταν νοιώσει ασφάλεια σε ένα περιβάλλον που λειτουργούν οι κανόνες. Για αυτό διαπρέπει στο εξωτερικό. Ενώ στο εσωτερικό διοχετεύει όλη την εξυπνάδα του για την υπέρβαση των στρεβλών κανόνων που έχει θεσπίσει και εφαρμόζει διαχρονικά αυτό το κράτος. Το αποτέλεσμα είναι αυτό που ζούμε τα τελευταία χρόνια, όπου κάποιοι συνεχίζουν να πλουτίζουν και κάποιες μικροομάδες συνεχίζουν να επιβιώνουν λάθρα εις βάρος των υπολοίπων.

Η απασχόληση είναι η σημαντικότερη παράμετρος σε κάθε κοινωνία και η αχίλλειος πτέρνα της ελληνικής οικονομίας καθώς η κάθε προσπάθεια ανασυγκρότησης της θα προσκρούσει στην ανάγκη αναδιάρθρωσης της απασχόλησης. Όμως η  οικονομία πρέπει να αναδιαρθρωθεί διότι η εμμονή στην διατήρηση της σημερινής κατάστασης θα ανακυκλώνει το πρόβλημα και θα ενισχύει την μιζέρια. Τώρα, ο γιός του δικηγόρου πρέπει να ξαναγίνει αγρότης, όχι  φυσικά σαν τον παππού του, αλλά καινοτόμος και με επιχειρηματική νοοτροπία. Όμως, για να πετύχει το εγχείρημα πρέπει η Πολιτεία να διασφαλίσει στον άνθρωπο αυτόν την ισοπολιτεία που δικαιούται.

πρώτη δημοσίευση σε ιστότοπο PinNews στις 15/10/16